Στη Μάνα μου

Μαρία Καραγεώργου Τσόλκα

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό να σκέφτεσαι τι περνούσαν οι γυναίκες εκείνης της εποχής. Εγώ θα σας πω δυο λόγια για τη μάνα μου, τη Λαμπρινή Καραγεώργου.
Καταγόταν από την Κοντίβα Ευρυτανίας και υπήρξε δεύτερη σύζυγος του πατέρα μου Βαγγέλη. Μαζί έκαναν πέντε παιδιά και με ένα ακόμα από τον πρώτο γάμο του πατέρα μου μεγάλωσε συνολικά έξι. Την εποχή εκείνη, όπως όλες οι γυναίκες έτσι και η μάνα μου γεννούσε τα παιδιά της, έκοβε τον ομφάλιο λώρο μόνη της και πριν καλά – καλά περάσουν οι πόνοι της γέννας φορτωνόταν τη βαρέλα και πήγαινε στης «Σκάλας το ρέμα» να φέρει νερό γιατί τότε βρύσες δεν υπήρχαν όχι απλώς στα σπίτια αλλά ούτε καν στο χωριό.
Η μάνα μου έμεινε 42 χρονών χήρα. Κατάφερε όμως να μεγαλώσει τα έξι της παιδιά, χωρίς καμιά βοήθεια, με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, παρά τις στερήσεις και τις κακουχίες της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στάθηκε για εμάς όχι απλά μάνα αλλά και πατέρας μαζί και μας παρέδωσε σωστούς ανθρώπους στην κοινωνία.
Τότε σπέρναμε όλα τα χωράφια γιατί ζούσαμε απ’ αυτά. Έτρεχε από το πρωί να χτίσει τοίχους και να κάνει όλες τις άλλες ανδρικές δουλειές για να καταφέρει να ανταπεξέλθει.
Θυμάμαι μια φορά που έπρεπε να πάει στο Δρυμώνα για να φορτώσει λίπασμα. Ξεκινάει με το δικό μας γαϊδούρι αλλά επειδή το φορτίο ήταν πολύ ζήτησε και πήρε και το γάιδαρο του μπαρμπα Γιώργου του Σωτηρόπουλου. Τότε δεν υπήρχαν δρόμοι για αυτοκίνητο και οι μεταφορές γίνονταν με τα ζώα. Φτάνοντας στη «Σκάλα» της βουτάει το πόδι ο γάιδαρος και της κόβει τη γάμπα. Εκείνη το δένει με το μαντήλι της και συνεχίζει το δρόμο της. Το αίμα τρέχει ασταμάτητα και πλημμυρίζει το παπούτσι της. Εκείνη φτάνει στον προορισμό της, φορτώνει το λίπασμα και παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Σταματάει στη θεία Αργύρω, στο Νεροχώρι, η οποία της κάνει δεκατρία ράμματα χωρίς καμιά αναισθησία, χωρίς κανένα παυσίπονο.
Αυτές ήταν οι ηρωίδες γυναίκες εκείνης της εποχής, αυτή ήταν η ηρωίδα μάνα μου την οποία ευχαριστώ για όσα έκανε για μένα και τ’ αδέλφια μου.