Πως βρέθηκε ο νερόμυλος

Δημήτρης Λουκόπουλος
Γεωργικά της Ρούμελης

Πότε βρέθηκε ο νερόμυλος, ποιος το ξέρει! Επίσης δεν ξέρουμε και ποιος πρωτόβαλε στο μυαλό του πώς με τη δύναμη του νερού μπορεί να κινηθεί μύλος. Κανείς δεν έγραψε για τη σπουδαία αυτή εφεύρεση ωστόσο η παράδοση κάτι μας λέει:
Είχαν, λέει, μεγάλον αγώνα με το να πετύχουν το νερόμυλο, χρόνια ποιος ξέρει πόσα! Πρώτα – πρώτα κατάφεραν να φτιάσουν ένα μονοκόμματο πανάρι (πάνω μυλολίθαρο).
Τόφερνε γύρα το νερό, κι αυτό έτριβε το άλεσμα και το έκανε αλεύρι, μα είδαν πως το λιθάρι απ’ το γύρισμα το πολύ, γρήγορα καταντάει άχρηστο. Σώνεται – σώνεται σιγά – σιγά, κι ολοτελευταία γυαλίζει κιόλας, δεν τ’ απομένουν δόντια για να πιάνει στην κάτω πέτρα, να σφίγγει τον καρπό και να τον τρίβει. Έπρεπε να διορθωθεί αυτό του το ελάττωμα.
Ήρθε λοιπόν στο νού των ανθρώπων αντίς νάχουν ατόφυα την πέτρα, ν’ αρμαθιάζουν μικρές πέτρες κέχρινες ( σπειρωτές). Όσο κι αν ταιρομεριαστούν αυτές, σκέφτηκαν, θα αφήσουν και κάτι το αδειανό ανάμεσα στους αρμούς. Εκεί θα στριμώνεται ο καρπός και θα τρίβεται, εξόν απ’ αυτό, η κέχρινη πέτρα δεν τρώγεται και δεν γυαλίζει.
Έβαλαν λοιπόν τη μια πέτρα δώ, την άλλη παραπέρα κοντά τη μια στην άλλη, το κατάφεραν να φτιάσουν συνταιριαστόν πέτρινον τροχό. Το ζήτημα όμως ήταν πώς να βασταχτούν αυτές οι πέτρες στη θέση τους. Αυτό τους βασάνισε πολύν καιρό, αλλά τέλος το βρήκαν. Έδεσαν τις πέτρες με σιδεροστέφανα απέξω, απαράλλαχτα όπως δένει ο καδάς τις δούγες και φτιάνει κάδη. Το στεφάνι τις σφίγγει και δεν τις αφήνει να ξεφύγουν. Κοίταξαν πως δεν μόνιαζαν οι πέτρες και τόσο καλά, όπως μονιάζουν τα ξύλα σύντας τα σφίγγει το σιδεροστέφανο. Τέλος αυτοί τον έβαλαν μια φορά σ’ ενέργεια. Ενώ όμως άρχισε να γυρίζει το πανάρι με τη δύναμη του νερού, ύστερα από δυο τρείς γυροβολιές γινόταν αντάρα, ξαρμαθιάζουνταν οι πέτρες. Αυτοί μόλα ταύτα δεν έχαναν την υπομονή τους. Πίσω κι απ’ αρχής αρμάθιαζαν τις πέτρες και τις έσφιγγαν πιο πολύ με το σιδεροστέφανο. Τα ίδια και τα ίδια, μα όλο και χαλούσε, ωστόσο αυτοί προσπαθούσαν.
Μια μέρα περνούσε απέξω από το μύλο ο Διάβολος κι είδε τον αγώνα τους. Τους κοίταξε, τους κοίταξε…. Κούνησε το κεφάλι με την κουταμάρα τους. Δεν τους έκοβε να διορθώσουν ένα τόσο μικρό πράμα!! Δε βάσταξε:
– Σφήνα και λιθάρι! Σφήνα και λιθάρι! θέλει ο μύλος για να γένει, βρε κουτοί, τους φώναξε κι έγινε άφαντος.
Τότε το κατάλαβαν κι αυτοί. Για να σφίξει η μια πέτρα με την άλλη δεν αρκεί το σιδεροστέφανο, πρέπει να χώνουν και ξυλόσφηνες στις αναμεσαριές. Έτσι έκαμαν. Κατάφεραν κείνο που τους βασάνιζε τόσα χρόνια.

Άλλοι το λεν κι αλλιώς: Περνούσε τάχα ο Διάβολος καβάλλα σε λαγό και στάθηκε στην πόρτα του μύλου. Κοιτάνε από μέσα αυτοί που αγωνιόνταν να αρμαθιάσουν το πανάρι, τι να δούν: παραξενιά μεγάλη: Α! α! α! να, ένας άνθρωπος καβάλλα σε λαγό! Έκαμαν.
Α! α! α! απαντάει ο άνθρωπος γελώντας. Να, κάτι άνθρωποι που δεν ξέρουν να βάλουν σφήνα και λιθάρι, σφήνα και λιθάρι να δέσουν το μυλολίθαρο. Κι έγινε άφαντος.
Τον κορόιδεψαν, τους κορόιδεψε. Πρόδωσε όμως το μυστικό δίχως να το θέλει. Τότε κατάλαβαν τι είναι κείνο που φταίει, και δε μόνιαζαν καλά οι πέτρες αν και τις σφίγγει το σιδεροστέφανο. Έβαλαν σ’ ενέργεια τη συμβουλή του διαβόλου και πέτυχαν το σκοπό τους.