Μικρές Ιστορίες
Ιατρικές αλήθειες

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Άραγε ο γιατρός πρέπει να λέει την αλήθεια στον ασθενή για την ασθένεια του παρόλο που μπορεί να είναι ανίατη; Κατά τη γνώμη μου ναι, γιατί αρχίζει ο πόλεμος μεταξύ των δύο. Δηλαδή φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Η δίψα για ζωή τον κάνει δυνατό και του ανεβάζει την ψυχολογία που θεραπεύει τη νόσο.

 

Όταν ο πατέρας μου αρρώστησε, ήρθε στη Αθήνα και μου είπε ότι είχε μεγάλη ατονία στο σώμα του. Γι΄αυτό πήγε μόνος του στον αιματολόγο που εκείνη την εποχή η ειδικότητα αυτή σπάνιζε και λίγοι την ήξεραν. Πηγαίνοντας να πάρω τις εξετάσεις μου έδωσε συγχαρητήρια ο γιατρός και μου είπε ότι ο πατέρας μου ήταν πολύ έξυπνος, αφού διέγνωσε την ασθένειά του από μόνος του. Εμείς όμως δεν του είπαμε την αλήθεια για την ασθένειά του. Έτσι έφυγε για το χωριό χωρίς να ήξερε τι είχε.

 

Επειδή δεν είχε πειστεί, όταν έφτασε στο Αγρίνιο, πήγε τις εξετάσεις σε κάποιο γιατρό λέγοντας του ότι ο αδερφός του ήταν άρρωστος και αν μπορούσε να δεί τις εξετάσεις και να του πεί τι είχε.Όταν ο γιατρός είδε τις εξετάσεις του είπε την αλήθεια.Όμως ποτέ δεν μας είπε για το περιστατικό με τον γιατρό. Αυτό το μάθαμε από τον αείμνηστο Νικόλαο Καραγεώργο που τυχαία τον συναντησε στο Αγρίνιο.

 

Παρά το γεγονός ότι οι γιατροί του έδιναν σαράνατα ημέρες ζωής επειδή έπασχε από οξεία λευχαίμια ο πατέρας μου κατάφερε να ζήσει ένα χρόνο με αποτέλεσμα να κάνει ακόμα και τους γιατρούς να απορήσουν. Είχε μεγάλη ψυχική δύναμη και γι’αυτό είμαι πολύ περήφανη.

Το όργωμα

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Tώρα που ήρθε η Άνοιξη αν γυρίσω πίσω στα παιδικά μου χρόνια έχω πάρα πολλά
να θυμηθώ. Μια έντονη ανάμνησή μου είναι οι καλλιέργειες του χωριού μας,
σπορά τουκαλαμποκιού, φακή, ρεβίθια, φασόλια.
Μόλις έμπαινε η Άνοιξη άρχιζε και το όργωμα των χωραφιών στο χωριό μας. Πρώτα
απ’ όλα
επειδή είχαμε να καλλιεργήσουμε πολλά κτήματα και ένα ζώο μόνο του δε μπορούσε
να τα βγάλει πέρα έπρεπε οι γονείς μας να βρουν σέμπρο.
Τις εποχές εκείνες όλοι θυμόμαστε ότι στο χωριό μας σπέρνανε όλα τα χωράφια μας
ποτιστικά και άνυδρα. Σε Αι Γιώργη, Γλυκόσταλο, Αργυρό Πηγάδι (απέναντι από το χωριό),
Βαρκά, Ριζά, Χαλαμπρέζι, Δραμαλούλα, Ψωρολίθια, Κοκκινάλωνο, Διμηνιά, ρανούλες,
Κρυάβρυση, Βαμπακιά, Κομμένη Λάκα, Τσουνάγκα, Τσιρνόκος, Ανάερος και τόσα
άλλα τοπωνύμια και βέβαια όλα τα κτήματα μέσα στο χωριό.
Για να γίνει όμως το όργωμα των χωραφιών, θα έπρεπε να έχουν ετοιμάσει από πριν
τα απαραίτητα εργαλεία. Το πρώτο εργαλείο που χρειαζόταν ήταν το αλέτρι που στην
άκρη προσαρμοζόταν το γενί (υνί) και δίπλα είχε τα φτερά, το οποίο μαζί με τα τσαπιά
που είχαν λιώσει από την πολύ χρήση τα φόρτωναν στα ζώα και τα πήγαιναν
στο Θέρμο για να τα «γεμίσουν». Πολύς κόπος, πραγματικά, για το ψωμί.
Το όργωμα άρχιζε πρώτα από τα χαμηλότερα σε υψόμετρο κτήματα και στη συνέχεια
Προχωρούσαν στα ψηλότερα. Όλο το χωριό έσφυζε από ζωή και παντού ακούγονταν
φωνές. Συγκεκριμένα εμένα μου έχει μείνει στη μνήμη μου τα λόγια που έλεγαν στα ζώα
την ώρα του οργώματος. Θυμάμαι τον αείμνηστο Νίκο Τσόλκα να λέει
«άϊντε ρούσα μ’, άϊντε παλικάρι μ’», τον αείμνηστο Κώστα Ντούρο να λέει «τσκο
τρυγόνα μ’, τσκο μαυρέλα μ’», τον αείμνηστο πατέρα μου να λέει «γαμωτοστα», τον
αείμνηστο Βασίλη τον Καραγεώργο «άϊντε διάολε…» και διάφορα άλλα.
Επίσης όλοι θα θυμόμαστε ότι την εποχή που οργώνανε τα χωράφια και εμείς πηγαίναμε
σχολείο, μας κρατούσαν στο σπίτι να ρίχνουμε σπόρο στο χωράφι, παίρνοντας
πρώτα άδεια από τον δάσκαλο. Το σπόρο τον βάζαμε μέσα στη μαρούδα ή στο
σακούλι που ήταν πιο μεγάλα από το σώμα μας και ένα-ένα σπόρο τον ρίχναμε στην
αυλακιά, χωρίς παπούτσια μερικοί, και όλη μέρα μες τον ήλιο και με λίγο φαγητό.
Υπήρχαν όμως και στιγμές που παρά τις δυσκολίες, κυρίως τα αγόρια τις θεωρούσαν
παιχνίδι, όπως, ήταν το σβάρνισμα όταν ανέβαιναν στην σβάρνα.
Γενικά όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο κόπος πολύς και το αποτέλεσμα μικρό.
Για αυτό αναγκαστήκαμε να φύγουμε από το χωριό μας και να ξενιτευτούμε.
Στη φωτογραφία μας από τη σπορά στου Χρήστου του Ζαφρακά.
Με το μουλάρι «κάνει χωράφι» ο αείμνηστος Μητράκης ο Κωνσταντινίδης.
Διακρίνονται οι αείμνηστοι Βαγγέλης Ζαφρακάς με τη σύζυγό του Σπυριδούλα
και η Θεοδώρα καθώς και οι Κώστας, Χρήστος και Βαγγέλης Ζαφρακάς.

Φιλοξενία

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Τα οικονομικά μας πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, με αποτέλεσμα η ζωή μας καθημερινά να δυσκολεύει όλο και περισσότερο και σκέφτομαι: Λες να ξαναγυρίσουμε στη ζωή που κάναμε στο παρελθόν; Στα χρόνια που ήμαστε παιδιά;Αν και τότε, είχαμε να αντιμετωπίσουμε βέβαια πολλές δυσκολίες, είχαμε όμως την ψυχική μας υγεία και ήμασταν μια χαρά.

Θα σας θυμίσω ορισμένα πράγματα που είχαν και αυτά την αξία τους.
Το χωριό μας ήταν το πιο φιλόξενο της περιοχής. Πόσοι από μας δε θυμούνται τους ανθρώπους που έχουν κοιμηθεί στα σπίτια μας… από τους δάσκαλους μέχρι τον ζητιάνο τον Λαϊνα. Πολλοί ήταν αυτοί που περνούσαν από το χωριό μας ερχόμενοι από τον
Πρόδρομο Ευρυτανίας και από την Κοκκινόβρυση, με σκοπό να κατέβουν στο Θέρμο. Το λεωφορείο ερχόταν πολύ πρωί, δεν το προλάβαινες αν ερχόσουν νύχτα από τα παραπάνω χωριά.

Όποιος όμως και αν κατέφθανε στο χωριό μας, δεν κοιμόταν ποτέ έξω,
ακόμη και αν ήταν άγνωστος. Σχεδόν κάθε βράδυ είχαμε και ένα μουσαφίρη. Και κατά κανόνα η άφιξη μουσαφίρη δεν ήταν γνωστή στην οικογένεια. Ερχόταν αργά το βράδυ από το καφενείο με τους άντρες του σπιτιού. Και όμως οι νοικοκυρές δεν βαρυγκωμούσαν
αλλά έκαναν το καλύτερο δυνατό. Σπιτικοί και μουσαφίρηδες κάθονταν γύρω από το τζάκι και μοιράζονταν το φαγητό που υπήρχε στο σπίτι. Κι αν ήταν λίγο προτιμούσαν οι μανάδες μας ακόμα και τα παιδιά τους να τα ξεγελάσουν κάπως και να περάσει η βραδιά,
παρά να μην φάει ο μουσαφίρης. Για τον εαυτό τους βέβαια, εννοείται, πως ενδιαφέρονταν ελάχιστα.

Όλοι θυμόμαστε τον ζητιάνο τον Λαϊνα που ερχόταν στο χωριό μας. Δεν πιστεύω να υπήρχε παιδί που να μην το φοβόταν. Μια βραδιά που έκανε πολύ κρύο και βρισκόταν στο χωριό μας ο Λαϊνας, ο πατέρας μου τον έβαλε να κοιμηθεί στο σπίτι και μάλιστα θυμάμαι που καυγάδιζαν με την μάνα μου, που του έλεγε: «Θα μου κολλήσεις τα παιδιά ψύλους και κοριούς». Η απάντηση του πατέρα ήταν πως «άνθρωπος είναι και αυτός και όσο για τους ψύλλους θα ρίξουμε ασβέστη και θα φύγουν». Ούτε άγχος υπήρχε ούτε
τίποτα, μια χαρά ήμασταν.

Μιας και αναφέρθηκα στο Λαϊνα θα σας αναφέρω και μια ζαβολιά που έκανε ο Φώτης του Αγροφύλακα και ο αδελφός μου ο Γιώργος.
Μια φορά που ο Λαϊνας κοιμόταν στο Σταυρό παίρνουν τον λούρο που τινάζαμε τις καρυδιές και τον πείραζαν. Θύμωσε ο Λαϊνας και άρχισε να πετά πέτρες πάνω στο σπίτι του αείμνηστου Θόδωρου Καραγεώργου και έσπασε όλες τις πλάκες της σκεπής. Την άλλη μέρα το πρωί βρίσκει ο μπαρμπα Θόδωρος τη μάνα μου και της λέει: «Παιδιά είναι αυτά που έχετε εσείς καιο αγροφύλακας; Αν τα είχα εγώ θα τα σκότωνα».

Στις μέρες μας, με το τηλέφωνο βγάζουμε όλες μας τις υποχρεώσεις. Έχουμε σταματήσει να βρισκόμαστε, να συζητάμε, να γελάμε, να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, να μοιραζόμαστε αυτά που έχουμε και να φιλοξενούμε ανθρώπους στο σπίτι μας, παρόλο που έχουμε τόσες ανέσεις.

Μήπως είναι ευκαιρία με την κρίση να αναθεωρήσουμε κάποια πράγματα; Και όσο για την κρίση, Υγεία να έχουμε και θα καταφέρουμε. Και στο παρελθόν οι άνθρωποι περάσανε δυσκολίες και μάλιστα μεγάλες.

Τρόποι επικοινωνίας

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Βρισκόμαστε στο έτος 2007 και βλέποντας σήμερα, τους τρόπους επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος, είτε με κινητά είτε με email κ.τ.λ. έρχεται στο νου η εξής ιστορία.

Ήταν το 1959, η μητέρα μου ήταν έγκυος στον αδερφό μου τον Ηλία, ο πατέρας μου ήταν σέμπρος με τον Γιώργο τον Πριόβολο, όταν κάποια μέρα χρειάστηκε να πάνε στον Αϊ Γιώργη, να σπείρουν τα χωράφια. Η μητέρα μου ήταν στις ώρες της να γεννήσει. Τρόπος επικοινωνίας δεν υπήρχε, έτσι λοιπόν ο πατέρας μου που πάντα έβρισκε λύση, το πρωί πριν φύγει για τα χωράφια μας συμβούλευσε ότι αν χρειαστούμε οτιδήποτε για την μητέρα μας που ήταν έτοιμη να γεννήσει να κρεμάσουμε μια κόκκινη βελέντζα στο μπαλκόνι του σπιτιού μας, ώστε να τη δει από απέναντι, να καταλάβει ότι κάτι έχει συμβεί και να επιστρέψει. Βλέποντας, λοιπόν ο πατέρας τη βελέντζα επέστρεψε στο σπίτι.

Από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ και αν ο πατέρας μου ζούσε θα είχε οπωσδήποτε κινητό τηλέφωνο, επειδή του άρεσε να επικοινωνεί όσο το δυνατόν πιο εύκολα και συχνά με τους δικούς του ανθρώπους.

Αξίες

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Θυμάμαι τις αρχές που μας έδωσαν οι γονείς μας στο χωριό, παρόλο που δεν είχαν την αντίστοιχη μόρφωση που έχουν πολλοί από τους σημερινούς γονείς, μας έμαθαν να μην κλέβουμε, να σεβόμαστε ότι δεν μας ανήκει και δεν είναι δικό μας και πολλά άλλα.

Δεν θα ξεχάσω ότι σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Κοκκινόβρυσης έφερναν με το αυτοκίνητο πράγματα από το Θέρμο, τα αποθήκευαν στο υπόγειο του σπιτιού μας και ερχόντουσαν με τα ζώα τους να τα φορτώσουν, διότι δεν υπήρχε, τότε, δρόμος για το χωριό τους.

Εμείς, σαν παιδιά, θέλαμε να ανοίξουμε τα σακιά να δούμε τι έχουν μέσα, αλλά οι γονείς μας δεν μας επέτρεπαν λέγοντάς μας ότι δεν πρέπει να τα πειράζουμε διότι δεν ανήκουν σε εμάς και είναι άσχημο να τα δουν ανοιγμένα.

Από τότε, ο σεβασμός των πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, αποτελεί για μένα υπέρτατη αξία.

Για αυτό πρέπει να ευχαριστούμε τους γονείς μας για τις αρχές που μας δίδαξαν και μας ακολουθούν σε όλη μας τη ζωή, τόσο απαραίτητες για την ομαλή συμβίωσή μας με τους συνανθρώπους μας.

Πρακτικοί γιατροί

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Και σε αυτή τη «Μικρή ιστορία», θα αναφερθώ στον αείμνηστο πατέρα μου και θα σας διηγηθώ διάφορες ιστορίες .

Πόσες φόρες δεν ξεγέννησε ζώα όπως αγελάδες ,σκυλιά κ.λ.π. κάνοντας ενέσεις ή και κλύσματα με το λάστιχο νερού για να μην ψοφήσουν. Μεγάλη όμως ήταν η προσφορά του και στους ανθρώπους που τους έσωσε από τον θάνατο. Θα αναφερθώ σε συγκεκριμένες πιστώσεις που θυμάμαι.

Η αδελφή μου η Δήμητρα όταν ήταν μικρή, ο πατέρας μου καθώς κλάδευε τα κλήματα είχε την ψαλίδα στην τσέπη του και παίρνοντας την αγκαλιά για να περάσουν το αυλάκι στο Καψαλάκι ακουμπώντας την κάτω τις έσκισε την κοιλιά της τόσο πολύ που φαινόντουσαν τα έντερα της. Την έραψε όμως μόνος του με το βελόνι και κλωστή κουβαρίστρας.

Την αείμνηστη Σταυρούλα Σωτηροπούλου που έπεσε στην Βλάσανη από το πουρνάρι και έφυγε όλο το τριχωτό του κεφαλιού της ,ο πατέρας μου επανάφερε στην θέση του το δέρμα και το έραψε σε ορισμένα σημεία. Όταν λοιπόν πήγε η αείμνηστη Σταυρούλα στο Αγρίνιο ,ο γιατρός είπε τα καλύτερα λόγια για αυτή του την πράξη.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πόσο χρήσιμοι ήταν εκείνη την εποχή και πόσο δύσκολα είναι σήμερα να γίνουν αυτά.

Κουβαλώντας το νερό

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Θα ήθελα να αναφερθώ στα παιδικά μας χρόνια και να θυμίσω σε όλους μας την ζωή των γονιών μας και ιδιαίτερα των μανάδων μας, όπου κουβαλούσαν το νερό στο σπίτι φορτωμένες την βαρέλα όπως στη φωτογραφία.

Το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι με τα πόδια φορτωμένες ξύλα η άλλα φορτία και ήταν υποχρεωμένες να κάνουν και άλλες δουλειές να ταΐσουν τα μαρτίνια, το γουρούνι, να κλείσουν το κοτέτσι, να μαζέψουν το γάλα, να μαγειρέψουν να φάει η φαμελιά τους κλπ. Να φορτωθούν την βαρέλα και να πάνε για νερό στη βρύση (στην Καλοκαιρινή, στις Σκάλας το Ρέμα, στην Κάτω Βρύση κλπ). Εδώ είχε και το καλό του. Ώσπου να γεμίσει η βαρέλα νερό, ξεκουραζόντουσαν και λίγο, λέγανε και κανένα κουτσομπολιό του χωριού με άλλες γυναίκες και γυρίζανε στο σπίτι φορτωμένες . Άλλες φορές παγαίνανε τα ξημερώματα στη βρύση, ακόμα και όταν ήταν λεχώνες, παίρνοντας ένα δαυλί για παρέα, γιατί φοβόντουσαν το σκοτάδι και βέβαια για να βλέπουν στο δρόμο

Οι μανάδες μας ήταν ηρωίδες και μάρτυρες. Κάθε στάλα ιδρώτα που έφευγε από τα μαγουλά τους ήταν διαμάντια, μαργαριτάρια.

Μάζεμα ρίγανης

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Το καλοκαίρι μπήκε για τα καλά ,θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια και οι αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο πλημμυρίζουν το μυαλό μου .Μια από αυτές είναι και το μάζεμα τις ρίγανης στο χωριό μας που υπήρξε βασικός οικονομικός παράγοντας για όλους μας την εποχή εκείνη .

Είχαμε, πρωινό ξύπνημα στις τέσσερες και να πάρουμε μαζί μας το δρεπάνι, το τσουβάλι και την τριχιά, ένα κομμάτι χαμποκούκι με πρένζα ή τυρί και να γυρίσουμε όλα τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψουμε κάμποσες χεριές όποιος έφτανε 100 ήταν τυχερός. Μέσα στον ήλιο να λείπει το μισό παπούτσι, και γεμάτοι πληγές στα χέρια και στα πόδια να γυρίσεις το απόγευμα στο σπίτι.

Στη συνέχεια είχαμε να λιάσουμε τη ρίγανη, να την τρίψουμε, να την κοσκινίσουμε και την σακιάσουμε και ύστερα να μετράμε ποσά σακιά έχουμε να πουλήσουμε. Εκείνη την εποχή υπήρχε η ρίγανη λες και την είχες σπείρει σε ορισμένα μέρη.

Σήμερα, η ρίγανη κινδυνεύει να εξαφανιστεί γιατί τότε δεν την σεβαστήκαμε και την ξεριζώναμε. Πιστεύω όμως ότι η ρίγανη του χωριού μας είναι η πιο αρωματική και καλύτερη στον κόσμο.

Υφαντική

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Αρχικά, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συγχωριανούς μου που μ’ εκλέξανε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου του χωριού μας. Θα προσπαθήσω όσο μπορώ να φανώ χρήσιμη.

Στο συγκεκριμένο άρθρο θα ασχοληθώ με την υφαντική στο χωριό μας. Η υφαντική είναι μια από τις αρχαιότερες τέχνες που αναφέρεται ακόμη και στον Όμηρο. Συγκεκριμένα, η Πηνελόπη υφαίνοντας περίμενε τον Οδυσσέα να γυρίσει στο παλάτι.

Οι μανάδες μας ως προίκα είχανε αδράχτι και ρόκα, καθώς και ο αργαλειός ήτανε απαραίτητο εργαλείο σε κάθε σπίτι.

Τα πρόβατα και τα γίδια τα κουρεύαμε την Άνοιξη ,παίρναμε το μαλλί το πλένανε το ξαίναμε στα λανάρια και υστέρα το κάνανε τ’ λούπες το βάζανε στην ρόκα και το γνέθανε με το αδράχτι και το σφοντύλι, ακολουθούσε το βάψιμο. Με το πρόβιο μαλλί φτιάχνανε βελέντζες, μπατανίες κλπ. και από το γιδίσιο μαλλί φτιάχνονταν τα τσόλια. Τέλος, ότι παλιό ρούχο είχαμε το χρησιμοποιούσαμε για να φτιαχτούν οι κουρελούδες.

Εκείνο που μου έκανε εντύπωση σαν παιδί ήτανε ότι το Φθινόπωρο οι ειδικές τεχνίτριες όπως ήταν η αείμνηστη Κωστάντω Ντούρου, η θεία μου η Σπυριδούλα Καραγεώργου και άλλες πολλές από το χωριό μας, ιδιάζανε το διασίδι βάζοντας κόκκινο ή άσπρο νήμα, τυλίγοντας στο αντί και από την άλλη άκρη βάζοντας τη σβάρνα, ή την πυροστιά. Μεγάλο μέτρημα στα ζευγάρια και πολύ κόπος για να φτιαχτεί. Έπειτα, τα περνούσαν κλωστή κλωστή στα μ’ τάρια και μετά στο χτένι και όλο το Χειμώνα ειδικά όσες είχαν ανύπαντρες κόρες έφτιαχναν τα σκεπάσματα για να τα δώσουν προίκα, τα οποία τα περισσότερα δεν τα χρησιμοποιούμε σήμερα παρόλο που για να κατασκευαστούν απαιτήθηκε κόπος κα κούραση από ταλαιπωρημένες γυναίκες.

Σφάξιμο γουρουνιού

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Τα Χριστούγεννα του 2009 πλησιάζουν και εκείνο που μου έχει μείνει αξέχαστο στο μυαλό είναι το σφάξιμο των γουρουνιών στο χωριό.

Παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, στις γειτονιές έσφαζαν τα γουρούνια. Τα γουρούνια τότε τα ταΐζανε πολλούς μήνες από την άνοιξη μέχρι τα Χριστούγεννα. Ζύγιζαν όλα πάνω από 80-100 κιλά το καθένα. Οι νοικοκυραίοι έφτιαχναν μεγάλο γουρούνι, το ταΐζανε καλαμπόκι (χωρίς λίπασμα),πίτουρα με νερό (πλύμα),τυρόγαλα, βελανίδια, μήλα, κλπ. Άλλες εποχές, άλλη ατμόσφαιρα τότε, άλλος τρόπος εκτροφής, άλλη ράτσα γουρουνιών. Σήμερα οι τροφές είναι βιομηχανικές και με ορμόνες.

Για το σφάξιμο των γουρουνιών απαιτούνταν 3 και παραπάνω άνδρες. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση να βάλεις κάτω γουρούνι και να το σφάξεις. Γινόταν βέβαια προετοιμασία τρόχισμα μαχαιριών, τσεκούρια, ζεστό νερό και ο,τιδήποτε άλλο χρειαζόταν, ο σφαγέας έπρεπε να είναι καλός τεχνίτης.
Πολλές φορές το γουρούνι είχε μεγάλη δύναμη και ξέφευγε με μεσοκομμένο το λαιμό του .

Μόλις κόβανε το λαιμό του οι νοικοκυρές έφερναν κάρβουνα με θυμίαμα και το θυμιάτιζαν .Τα παιδιά περίμεναν να βγάλουν την φούσκα (κατρίθρα) για να την φουσκώνουν και να παίξουν, μαζεύανε οι νοικοκυρές τα εντόσθια και το γουρούνι το κρεμάγανε για να παγώσει συνήθως στο υπόγειο του σπιτιού και το γδέρνανε την άλλη μέρα, με μεγάλη τέχνη να μην τρυπήσουν το δέρμα, να κάνουμε τα γουρουνοτσάρουχα. Οι νοικοκυρές, πρώτη τους δουλειά ήταν να φτιάξουν τις ματιές την άλλη μέρα, να φτιάξουν τα λουκάνικα, να κομματιάσουν το κρέας, να χωρίζουν το λίπος, κόκαλα, κεφάλι, πόδια.

Τι πεντανόστιμο κρέας ήταν εκείνο! Το κεφάλι του γουρουνιού και τα πόδια τα κάναμε πατσά .Τι καταπληκτικά λουκάνικα με κομμένο κρέας με το μαχαίρι, λίπος από το κεφάλι του γουρουνιού και πράσο! Τι καπνιστό κρέας! Ποιος έχει ξεχάσει την γλίνα που τρώγαμε για λάδι μέχρι την άνοιξη ή τις τσιγαρίδες που τις βάζαμε και στην ζυμαρόπιτα;

Δεν μπορώ να ξεχάσω ποτέ την ημέρα των Χριστουγέννων, που μοσχοβολούσε όλο το χωριό από το κρέας που ψήναμε στα κάρβουνα, αξέχαστες μυρωδιές για αυτούς που τις έχουν ζήσει.

Στις μέρες μας όλα έχουν αλλάξει, όσο για τα κάλαντα στο χωριό δεν υπάρχουν πλέον παιδιά να τα πουν και ούτε αφεντάδες για να τα ακούσουνε .

Κυνήγι

Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.

Και αυτό το καλοκαίρι ανταμώσαμε όλοι μαζί στο χωριό μας, εύχομαι και του χρόνου να είμαστε καλά να τα ξαναπούμε. Τώρα που είναι εποχή που αρχίζει το κυνήγι, θα σας θυμίσω ορισμένα πράγματα που για μας την εποχή του 1960 είχαν μεγάλη σημασία και μάλιστα στην διατροφή μας.

Όταν τελείωναν τα σχολεία, τα αγόρια θα ήταν πολύ τυχερά αν είχαν μια σφεντόνα, γιατί ήταν δύσκολα να βρούμε λάστιχο και σαμπρέλα, ώστε ο κάθε γονιός να την φτιάξει. Συγκεκριμένα, έπαιρναν μια διχάλα ξύλου και μαύρο χοντρό λάστιχο και σαμπρέλα ή δέρμα και αυτό ήταν το όπλο να κυνηγήσει πουλιά. Μεγάλη επιτυχία θα ήταν αν σκότωναν κάποιο πουλί, διότι, το βράδυ με ένα πουλάκι και κάποια αυγουλάκια τρώγαμε όλα τα παιδιά.

Επίσης, πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν να βρούμε κάποια φωλιά από πουλιά, όπου όταν την ανακαλύπταμε, πηγαίναμε κάθε μέρα να δούμε πότε θα βγάλουν φτερά τα πουλάκια να τα πάρουμε να τα φάμε και μαλώναμε και μεταξύ μας ποιος την είχε βρει πρώτος ή πρώτη. Αν τα έπαιρνε κάποιος άλλος μεγάλη στενοχώρια είχαμε.

Το χειμώνα στήναμε πλάκες (μια πέτρα μεγάλη και την στεριώναμε με τέσσερα ξυλάκια) βάζοντας και από κάτω λίγα ψίχουλα από ψωμί, ώστε να πάνε τα πουλιά να φάνε τα ψίχουλα και να τα πλακώσει η πλάκα.

Επίσης, το Χειμώνα, οι γονείς μας σκότωναν και λαγούς, θυμάμαι όποιος είχε σκοτώσει το λαγό έπαιρνε και το κεφάλι στην μοιρασιά που γινόταν και αυγάτιζε το φαγητό.

Την εποχή εκείνη το οικοσύστημα δεν είχε καταστραφεί όπως σήμερα και παρόλο που το κυνήγι ήταν ανεξέλεγκτο, υπήρχαν πολλά θηράματα.