Του Γιάννη Νεραντζή
Το ‘‘Απόκουρον’’ αναφέρεται επίσης εις έγγραφον της 21 Ιουνίου 1801 που υπάρχει στο Αρχείον Αλή πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης, φάκ. 16, έγγρ. 967/860. Στο ίδιο, Αρχείον Αλή πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης, υπάρχει και «έτερον [έγγραφον] (φάκ. 23, έγγρ. 79/370, σ. 4), εκ του οποίου πληροφορούμεθα, ότι ‘‘εις το βιλαέτι Απόκουρο’’ ευρίσκονταν γαίες του Βελή πασά» .
Ενας από τους από τους πιο δραστήριους ΄Αγγλους περιηγητές, ο sir William Gell, αρχαιολόγος και τοπογράφος, στο τρίτο, (από τα τέσσερα) ταξίδι του που έκανε στην Ελλάδα, μεταξύ των ετών 1804 και 1806, στο βιβλίο που έγραψε με τίτλο, The Itinerary of Greece, containing one hundred routes in Attica, Boetia, Lokris and Thessaly, (London 1827), την περιοχή του Απόκουρου την αναφέρει ως «Απόκρατο». Κατά τον Ευθ. Πριόβολο που αποδελτίωσε τον τόμο αυτόν του William Gell, στο κεφάλαιο «Από Μεσολόγγια στον ΄Επαχτο», σημειώνονται και οι εξής διαδρομές: «Το χωριό Βελβίτζανα έχει σαράντα σπίτια και απέχει τέσσαρες ώρες από Τρεβίτιστα [= Δερβέκιστα/Ανάληψη επαρχίας Τρχωνίδας]. Η Τρεβίτιστα απέχει τρεις ώρες από τη Σιμ, την περιοχή που ονομάζεται Κράβαρι, η οποία είναι πολύ τραχιά και παράγει ωραία μήλα. Το χωριό Πλάτανος απέχει από το χωριό Χρυσοβίτζι [Χρυσοβίτσα Τριχωνίδας] τρεις ώρες, ενώ από Χρυσοβίτζι προς Βραχώρι είναι επτά ώρες. Κοντά στο Χρυσοβίτζι είναι μια τοποθεσία που ονομάζεται Μέγα Δένδρο. Η περιοχή εκεί ονομάζεται Απόκρατο [= Απόκουρο]».
Όμως, κατά τα πρώτα έτη του 19ου αιώνος, το Απόκουρον, άγνωστον από πότε και ίσως μόνον προσωρινά μέχρι το 1816, αλλάζει διοικητικό χαρακτήρα: από καζάς του σαντζακίου Ναυπάκτου υποβιβάστηκε διοικητικά και προσαρτάται ως τέταρτος ναχιγιές του καζά Καρπενησίου. Συγκεκριμένα, ο F. Pouqueville αναφέρει στο οδοιπορικό του ότι, το 1815, ο καζάς Καρπενησίου υποδιαιρείτο σε τέσσαρες ναχιγιέδες: τα Βλαχοχώρια, τα Πολιτοχώρια, το Σοβολάκον και το Απόκουρον: «Στις πλαγιές των βουνών αυτών, από την πλευρά της Αιτωλίας, εκτείνεται το ‘‘καντόνι’’ [= καζάς] του Καρπενησίου που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην πλαγιά του Καλλιδρομίου και το Παναιτωλικόν ή Πλοκοπάρι, βόρεια της Οφίης [= Οφιονίας], στο ‘‘καντόνι’’ Βλοχού. Υποδιαιρείται σε τέσσερα γεωγραφικά διαμερίσματα [= ναχιγιέδες], τα Vlacho-Choria [Βλαχοχώρια] στα δυτικά, τα Polytochoria [Πολιτοχώρια] στο κέντρο, ανατολικά στον κάμπο του Ευήνου, το Σοβολάκον και, ανεβαίνοντας το βουνό, το Apocoro [Απόκορο], ή Apodotie [Αποδωτία]».
Ειδικότερα, ο Πουκεβίλ περιλαμβάνει στο «cadastre du canton de Carpenision [= ‘‘Δημοτολόγιον/Κτηματολόγιο της επαρχίας Καρπενησίου’’]» το Απόκουρο (Apocoro) ως «IVe Sempti ou division [= ‘‘Τέταρτη Σεμπτί ή Υποδιαίρεση’’]», που συγκροτείται από 23 χωριά με, κατά προσέγγιση, 2700 κατοίκους
Συνοψίζουμε αυτά τα χωριά, αναφέροντας, παράλληλα, και τον αριθμό οικογενειών κατά χωριό εντός παρενθέσεως, που υφίστανται στην επαρχία Αποκούρου στις αρχές του 19ου αιώνα, παραμονές της ‘‘Επαναστάσεως του 1821’’, σε αντιπαραβολή με το όνομα που έλαβαν μετά την μετωνομασία τους, από το έτος 1938 και εξής:
1. Κοσσίνα (οικογένειες 100) = Κοκκινόβρυση.
2. Γκιρτοβόν (οικογένειες 10) = Αργυρό Πηγάδι.
3. Αμπρακιά (οικογένειες 20) = Αμπρακιά [/Αμβρακία].
4. Τσεβελιάσα (οικογένειες 10) = Νεροχώρι.
5. Κοσκινά (οικογένειες 10) = Κοσκινάς (συνοικ. υπαγόμενος στην κοινότ. Δρυμώνος).
6. Veriko [Μπερίκο] (οικογένειες 5) = Δρυμών(ας).
7. Σαμπατίνα (οικογένειες 15) = Αετόπετρα.
8. Σπαρτιά (οικογένειες 10) = Αδιευκρίνιστον αν πρόκειται για το χωριό Σπαρτιά Ναυπακτίας που μετονομάσθηκε σε Τερψιθέα, ή για το χωριό (ο) Σπαρτιάς Τριχωνίδος. Πιθανότερον να πρόκειται για το χωριό Σπαρτιά [/ Τερψιθέα] Ναυπακτίας.
9. Κρύο-Νερό (οικογένειες 15), (χωριό υπαγόμενο στην τ. κοινότητα Νερομάννας).
10. Προστοβά / Μπροστοβά (οικογένειες 30) = Καλλιθέα.
11. Παλαιο-Ταξιάρχης (οικογένειες 10) = Ταξιάρχης.
12. Μεγαδένδρον [ή Μεγαλοδένδρον] (οικογένειες 30).
13. Χρυσοβίτσα [Τριχωνίδος] (οικογένειες 100).
14. Σούλα (10) = Νησούλα(;) .
15. Navariko [Αβαρίκο] (οικογένειες 10) = Πλατύπορον.
16. Ζευγαράκι (οικογένειες 30).
17. Δερβέκιστα [ή Ντερβέκιστα, ή Τρεβέκιστα, ή Τρεβέκηστα], (οικογένειες 30) = Ανάληψη.
18. Καλούδι (οικογένειες 10).
19. Μορόσ(κ)λαβον [ή Μπρόσκλαβον] (οικογένειες 30) = Σιταράλωνα.
20. Πετροχώρι (οικογένειες 30).
21. Monastiri [Μοναστήρι] (οικογένειες 5).
22. Μόκιστα (οικογένειες 10) = Αγία Σοφία.
23. Mertia (monastere) [= χωριό Μυρτιά με το ομώνυμο μοναστήρι] (οικογένειες 10).
Οι στατιστικές όμως αυτές εγγραφές του Πουκεβίλ, περί των υπαρχόντων οικογενειών σε καθένα από τα χωριά που αυτός αναφέρει, το 1815, είναι ελλιπείς και μάλλον δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά δεδομένα. Το πιθανότερον, οι κάτοικοι της επαρχίας Αποκούρου την εποχή αυτοί είναι πολύ περισσότεροι, τουλάχιστον διπλάσιοι: Τούτο προκύπτει εκ του γεγονότος ότι, σε αναφορά τους οι ίδιοι οι κάτοικοι της επαρχίας Αποκούρου προς την Κυβέρνηση του Ι. Καποδίστρια, με ημερομηνία 12-12-1828, αναφέρουν ότι «οι Αποκουρίται πρό της επαναστάσεως ήσαν οικογένειαι χίλιαι τριακόσιαι» .
Τα περί προσαρτήσεως της «επαρχίας του Αποκούρου» στον καζά Καρπενησίου, τουλάχιστον γύρω στα 1805, προκύπτουν και από τον W. Leake.
Πάντως, επαναλαμβάνω, πέραν του ότι το Απόκουρο ήταν το ίδιο δεδηλωμένος ξεχωριστός καζάς του σαντζακίου Ναυπάκτου, θα πρέπει όντως να ήταν προσωρινή η προσάρτισή στον Καζά Καρπενησίου, γιατί, σύμφωνα με την έρευνα του Ι. Γιαννόπουλου , το 1816 και το 1820 ναχιγιέδες του καζά Καρπενησίου είναι μόνον οι τρεις πρώτοι από τους προαναφερθέντες, (δηλαδή μόνον τα Βλαχοχώρια, τα Πολιτοχώρια και το Σοβολάκον).
Στο οδοιπορικό του στην επαρχία του Απόκουρου, ο Πουκεβίλ , την περιοχή αυτή τη θεωρεί, υποθετικά, ότι στην αρχαιότητα αντιστοιχούσε στη χώρα των Οφιονέων που αποτελούσαν ‘‘μέρος’’ (= υποδιαίρεση) του φύλου των Αιτωλών, κατά τον Θουκυδίδη (Γ΄ 94). Σύμφωνα όμως με τη δική μου έρευνα , προκύπτει ότι, η περιοχή αυτή του Αποκούρου, στην αρχαιότητα αντιστοιχούσε στη χώρα των Ευρυτάνων, ενός άλλου ‘‘μέρους’’ (= υποδιαίρεσης) του φύλου των Αιτωλών, πάντα κατά τον Θουκυδίδη (Γ΄ 94).
Παρέχει βέβαια ο Πουκεβίλ και άλλων ειδών πληροφορίες για το Απόκουρο:
«Παράλληλα προς το ποτάμι [Souvalachos / Σουβαλάκος], κυλά, σε μια δεύτερη κοιλάδα, ο ποταμός Fidakia [Φειδάκια] που χύνεται στον Εύηνο, αφού αρδεύσει τα εδάφη των Sou-Valaques [Σουβλάχων]. Ο λαός αυτός είχε για τελευταίον ηγέτη τον Ιωάννη τον Β΄, δούκα των Πατρών και της Πινδικής Βλαχίας. Φεύγοντας από τη συμβολή των δύο αυτών ποταμών και ανεβαίνοντας τον Φείδαρη [Εύηνο ποταμό], μπαίνουμε αμέσως στο Απόκουρο, ή Αποδωτία , ‘‘καντόνι’’ [= επαρχία] που βρίσκεται ανάμεσα από την «[αρχαία] Επίκτητον Αιτωλία [Στράβων 10.2.3 C 450]» και την «[αρχαία αιτωλική] χώρα των Οφιονέων». Προς αυτή την κατεύθυνση, όταν ύστερα από μιάμιση ώρα πεζοπορείας αφήνουμε δεξιά το χωριό Κrio-Nero [Κρύο-Νερό], ανεβαίνουμε, περίπου μετά από δύο χιλιόμετρα, σε μια πέτρινη γέφυρα πάνω από ένα ποτάμι που έρχεται από το όρος Corax [Κόρακας] και φτάνουμε στην Cossina [Κοσίνα], οικισμό που μέχρι το 1807 υπήρξε η πρωτεύουσα μιας φάρας Valaques [Βλάχων] αποκαλούμενοι Bomei και Bui (Bωμοί). Ισχυρίζονταν πως κατάγονταν από την Ιταλία και ζούσαν ήσυχα. … Σε απόσταση τεσεράμιση χιλιομέτρων από την Κοσίνα, ανεβαίνοντας τον Φίδαρη, περνούμε από τον Coskina [Κοσκινά], που τώρα κατοικείται από χριστιανούς Αλβανούς και, από το σημείο εκείνο, μπαίνουμε σε μια μικρή κοιλάδα έκτασης εννιά χλμ., όπου βρίσκουμε τέσσερα χωριά και το μοναστήρι των SS. Apotres [Αγίων Αποστόλων]. Αυτό το τμήμα των υψιπέδων, αν και πολύ απότομο, είναι ωστόσο εύφορο και καλλιεργείται. Περπατάμε, περίπου τρία χλμ., μέσα από αμπελώνες και μουριές, για ν’ ανεβούμε στο Zevgarachi [Ζευγαράκι]. Εκεί απέναντι, στο όρος Couporachi [Κουπορράχη] –κεντρική οροσειρά του Καλλίδρομου, όπου βρίσκουμε πολλούς πλατύκερους αίγαγρους, που οι κάτοικοι τους ξεχωρίζουν, ονομάζοντάς τους βόνασους- διακρίνουμε, σε απόσταση δύο χλμ., το μοναστήρι της Cataphina [Καταφίνας = μονή Καταφυγίου;], καταφύγιο δέκα κοινοβιακών, και το μοναστήρι ή μάντρα του Palaeo-Taxiarchis [Παλαιο-Ταξιάρχη], που αναστηλώθηκε από τον πατρο-Κοσμά [τον Αιτωλό]. … Κοντά, λοιπόν, σ’ αυτό το μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στη χάρη του παπα-Κοσμά, μέσα σε μια κοιλάδα που την αρδεύει το ρέμμα Avorani [Αβόρανη], τελειώνει η επαρχία του Apocoro [Αποκόρου], ή Apodotie [Αποδωτίας]».
[Υποσημείωση 2 στη σ. 31 του πρωτοτύπου, ό.π.]: «Το ρέμμα Αβόρανη χύνεται στον Εύηνο. Σε απόσταση μισής ώρας πεζοπορεία από την εκβολή του, βρίσκουμε το χωριό Navarico [Ναβαρίκο]. Μισή ώρα πιο πάνω, είναι το χωριό Caloudi [Καλούδι]. Και μια ώρα προς βορράν είναι το χωριό Cotilitza [Κοτίλιτζα], στο σύνορο με Cravari [Κράβαρα]».
Ο Πουκεβίλ κλείνει τα λεγόμενά του για τον γεωγραφικό χώρο του Απόκουρου, αναφερόμενος στο πρόσωπο τού «παπα-Κοσμά», δηλαδή του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού.
Πρωτεύουσα του γεωγραφικού τμήματος του Αποκούρου τουλάχιστον κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας, δηλαδή στα χρόνια 1800-1820, ήταν το χωριό Κοσίνα . Όμως, πρωταρχική πρωτεύουσα τού Απόκουρου ήταν το χωριό Μεγαδένδρον , γενέτειρα του Ευγενίου Γιαννούλη και του πατρο-Κοσμά Αιτωλού (1714; – 1779). Τούτο ανάγεται σε προγενέστερους χρόνους, πολύ πριν την υπαγωγή του Απόκουρου ως τέταρτου ναχιγιέ στον καζά Καρπενησίου.