Οι Πριοβολαίοι ραφτάδες

Του Γιάννη Γ Πριόβολου

«Το γράμμα μας» φύλλο 151 Ιούλιος – Αύγουστος- Σεπτέμβριος 2015

Συνεχίζω σε αυτό το φύλλο της εφημερίδας μας, με την ιστορία και τις δραστηριότητες των δυο Πριοβολαίων ραφτάδων της εποχής εκείνης. Του μπάρμπα Χρήστου Κ. Πριόβολου και του πατέρα μου Γεωργίου Ι. Πριόβολου.

Αναρωτιόμουν από πού και πότε έμαθαν τα δυο ξαδέλφια την τέχνη της ραφτικής. Για να είμαι ειλικρινής δεν είχα ρωτήσει ποτέ τον πατέρα μου. Από αναζητήσεις που έκανα, σημαντικές πληροφορίες μου έδωσαν τα παιδιά του μπάρμπα Χρήστου, ο Γιώργος Χ. Πριόβολος που κατοικεί στην Αθήνα και είναι και ο ίδιος ράφτης και ο Νίκος Χ. Πριόβολος που κατοικεί στην Πάτρα.

Τα δυο αδέλφια μου εξιστόρησαν τα εξής: Ο μπάρμπα Χρήστος έμεινε ορφανός από γονείς σε πολύ μικρή και τρυφερή ηλικία. Το σπίτι του, όπου έμενε με την αδελφή του, ήταν δίπλα στης θείας του Θεοδώρας, αδελφής του πατέρα του και του γαμπρού του Λεωνίδα Καραγεώργου. Η πολύ άσχημη συμπεριφορά του Λεωνίδα προς το μικρό Χρήστο ανάγκασαν τον 12χρονο τότε Χρήστο να εγκαταλείψει αδελφή και σπίτι και να αναζητήσει την τύχη του αλλού.

Ο δρόμος του έφτασε ως τα Τζουμέρκα. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση και ταλαιπωρία βρέθηκε ο «καλός Σαμαρείτης». Ήταν ένας καταστηματάρχης κατασκευής ρούχων που αφού άκουσε με προσοχή την ιστορία του μικρού Χρήστου, τον πήρε κοντά του, τον περιποιήθηκε, του πρόσφερε στέγη και τροφή και τον μύησε στην τέχνη του ράφτη.
Μετά από 4 μήνες ζήτησε ο Χρήστος άδεια για να πάει στο χωριό του και να δει την αδελφή του. Ο μάστοράς του την έδωσε και έτσι ο Χρήστος σε λίγες μέρες έφτασε στον Γκιρτοβό. Τις μέρες που έμεινε στο χωριό συζήτησε με τον ξάδελφο του Γιώργο Ι. Πριόβολο για τη ζωή του στα Τζουμέρκα. Του είπε για τον εξαίρετο μάστορά του και στο τέλος αποφάσισαν να πάνε στα Τζουμέρκα μαζί, ώστε να μάθει και ο Γιώργος την τέχνη του ράφτη. Εκεί έμειναν τα δυο ξαδέλφια δυόμισι χρόνια. Έμαθαν αρκετά, αλλά όχι τόσα ώστε να είναι τέλειοι. Είχαν ακόμα ελλείψεις για το ράψιμο της κάπας.

Όμως ο Χρήστος ανησυχούσε για την αδελφή του και έπρεπε να γυρίσει στο χωριό. Έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν στον Γκιρτοβό με όσες γνώσεις είχαν αποκτήσει. Ο καλός τους μάστορας τους συμβούλεψε ότι θα μπορούσαν να έρχονται και να τον συμβουλεύονται για δυσκολίες που θα συναντούσαν, πράγμα που έγινε, τους έδωσε χρήματα και από ένα ψαλίδι και έναν πήχη σαν δώρο και τους χαιρέτησε.

Έτσι γύρισαν και έζησαν στο χωριό, δυο ραφτάδες που ο καθένας εργάστηκε για την οικογένειά του, όμως με κοινό στόχο, αχώριστα ξαδέλφια και φίλοι.
Όταν ήμουν στην ηλικία των 8-10 ετών, θυμάμαι τον πατέρα μου να γυρίζει από τις αγροτικές του ασχολίες και τα βράδια, μετά το φαγητό, να ασχολείται με το ράψιμο της κάπας. Για να τελειώσει μια κάπα χρειάζονταν 4-5 μέρες.

Η κάπα ράβονταν μόνο με το χέρι και η κλωστή που χρησιμοποιούσαν ήταν από μαλλί προβάτου που το έγνεθαν οι γυναίκες στη ρόκα και έβγαζαν το «στιμόνι» – πολύ ψιλή κλωστή. Για να περάσει η κλωστή στη βελόνα την περνούσε πρώτα με κερί.
Η κάπα ήταν χειμερινό ένδυμα που βασικό του υλικό ήταν το τραγόμαλλο μαζί με μαλλί προβάτου. Κάλυπτε τον τσοπάνη μέχρι κάτω από τα γόνατα. Μπορούμε να τη φανταστούμε σαν σημερινό παλτό με κουκούλα, αλλά χωρίς μανίκια, πιο φαρδύ και πιο χοντρό, με ένα μεγάλο άνοιγμα μπροστά. Το πάχος της έφτανε το ένα με ενάμισι εκατοστό και φυσικά είχε αρκετό βάρος. Ήταν όμως πολύ ζεστή. Για αυτό πολλές φορές τυλίγονταν σε κάποιο απάγκιο του βουνού με αυτή και κοιμόντουσαν χωρίς να κρυώνουν.
Το ύφασμα για την κάπα το ύφαιναν στον αργαλειό. Αμέσως μετά ήταν απαραίτητο το πλύσιμο στη νεροτριβή, για δυο λόγους. Να κλείσουν οι πόροι για να είναι αδιαπέραστη από το κρύο και να φουντώσει το τρίχωμα ώστε να γίνεται αδιάβροχη ή ημιαδιάβροχη.
Πολλές φορές έκαναν περιμετρικά της κάπας περισσότερες ραφές, για διακόσμηση.
Με το πέρασμα των χρόνων τα δυο ξαδέλφια απέκτησαν εμπειρία και αφού συμβουλεύτηκαν ξανά τον καλό τους μάστορα στα Τζουμέρκα, βελτίωσαν τεχνικά την κάπα, της πρόσθεσαν μανίκια για καλύτερη εξυπηρέτηση και πολύ περισσότερη διακόσμηση με σχέδια και χρωματιστές κλωστές.

Εκτός από κάπες ράβανε επίσης και τα άλλα υφαντά ρούχα της εποχής εκείνης, όπως παντελόνια και σακάκια που τα λέγανε τσουκνιά. Για το ράψιμο αυτών των ρούχων χρησιμοποιούσαν και χειροκίνητη μηχανή.

Η τιμή της κάπας τότε ήταν από 300 έως 350 και έφτανε τις 500 δραχμές όταν τη διακοσμούσαν. Μια τιμή πολύ καλή για τα δεδομένα της εποχής.
Δουλειές είχαν πολλές. Όχι μόνο στο χωριό τους, τον Γκιρτοβό, αλλά και σε άλλα χωριά. Πήγαιναν σε ένα χωριό και έμεναν 20 – 30 μέρες, ανάλογα με τις δουλειές. Μένανε στο σπίτι του νοικοκύρη για τον οποίο έφτιαχναν την κάπα και ό,τι άλλο.

Για να κλείσουμε το θέμα, θα πούμε ότι την τέχνη του ράφτη, αλλά ράβοντας πλέον ευρωπαϊκά – φράγκικα ρούχα, την ακολούθησαν και τα παιδιά τους.
Ο Κώστας Χ. Πριόβολος ράφτης στο Παναιτώλιο μαζί με τον Δημήτρη Καραγεώργο. Ο Γιώργος Χ. Πριόβολος στην Αθήνα. Ο Γιάννης Χ. Πριόβολος στο Θέρμο και εγώ ο Γιάννης Γ. Πριόβολος σαν πολιτικός και στρατιωτικός ράφτης.

Στη φωτογραφία ο φίλος μου τσέλιγκας Παντελής Κοσμάς που φοράει την κάπα και σήμερα.