ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Του Επίτιμου προέδρου κ. ΝΙΚ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

Το γράμμα μας Φύλλο 18 Απρίλιος – Ιούλιος 1979

Πολλές φορές στο διάβα της ζωής μας και ιδιαίτερα στην προχωρημένη ηλικία ξαναφέρνουμε στη μνήμη περιστατικά της νιότης μας, ακόμα και της νηπιακής και της μαθητικής.
Το συνηθέστερο είναι, αυτά τα περιστατικά να τα διαλέγουμε, ευχάριστα ή δυσάρεστα, ανάμεσα σ’ εκείνα που ζήσαμε στο χώρο που πήραμε την πρώτη γεύση του φιλιού της Μάνας ή του χαστουκιού του Πατέρα ή της βέργας του Δάσκαλου. Κι αν η βέργα ήταν από τον αείμνηστο Δάσκαλο που τον έλεγαν ΖΩΤΟ ( Βασίλειο Δημόπουλο) τότε ένα μπορούμε να πούμε μέσα από την καρδιά μας: Αναπαυμένη να ‘ναι η ψυχή του. Μας έμαθε Γράμματα.
Όπως βλέπετε άρχισα και εγώ, ίσως λόγω ηλικίας, νοσταλγικά να γράψω σήμερα στο «ΓΡΑΜΜΑ ΜΑΣ» και η σκέψη μου πέταξε σ’ αυτά τα χρόνια, τα λίγα παιδικά, που πέρασα – που αλλού;- στο χωριό μας… Δε βάζω μυαλό. Όσο ζω εκεί θα γυρνώ, εκεί κι όταν πια η ψυχή μου θα πετά…..

– Ξύπνα παιδάκι μ’, ακούω μέσα στο βαθύ σκοτάδι και το βαρύ ύπνο μου τη φωνή της Μανούλας μου…. Ξύπνα και σήκω πριν φέξει, να φύγεις να πας ψωμί του Μπάρμπα σου.
– Στην Τριχιά, Μάνα, λέω και αναπήδησα όρθιος από τη χαρά μου…

Σε λίγο φορτωμένος το ταγάρι έκανα το σταυρό μου απ’ έξω από τον Αη Δημήτρη. Το φόβο μου από τη μοναξιά μέσα στην ερημιά της νύχτας διασκέδαζε η χαρά μου πως θ’ αντάμωνα τον αγαπημένο μου Μπάρμπα επάνω στην Τριχιά, στη Ράχη και θα τον άκουγα να σιγοτραγουδά… και είχα μέρες να τον δω και να τον ακούσω…
Χοροπηδώντας και τρέχοντας μέσα στο γλυκοχάραμα να ‘μαι στην Κρυάβρυση, ακουμπάω το ταγάρι και κάθομαι κι εγώ στην «ΠΕΤΡΑ» κι από κει αγναντεύω ψηλά – ψηλά και σκέφτομαι πως θα ‘ναι να κόψω δρόμο όχι γιατί με φοβίζει η απόσταση μα για να φτάσω γρήγορα, να περάσω πολλές ώρες μαζί του και να τον βοηθήσω μάλιστα.
Ναι να τον βοηθήσω, γιατί αυτόν τον Μπαρμπα Γιάννη, τον αείμνηστο, τον αγαπούσα περισσότερο απ’ όλους τους μπαρμπάδες μου στο χωριό. Όχι μόνο τον αγαπούσα μα και τον σεβόμουνα και τον άκουγα και ομολογώ όταν τούλεγα τα σχέδιά μου, τα όνειρά μου, ήταν ο μόνος που μούδινε θάρρος και μια σωστή πάντα συμβουλή σε όλα τα θέματα γιατί είχε σε όλα μια καθαρή και θετική γνώση.
Γεμίζω το παγούρι νερό από την «Κρυάβρυση» κι ανεβαίνω, ανεβαίνω… αναπνέοντας το άρωμα της ρίγανης και των κέδρων και σε λίγο κάθομαι στην άκρη του χωραφιού μας στο «Πλατανάκι». Καθώς από εκεί αγνάντευα το χωριό ένοιωσα μια ικανοποίηση μεγάλη πως τόσο μικρό παιδί έφτασα τόσο γρήγορα κοντά στο στόχο της σημερινής πορείας μου. Σε λίγο θάμαι κοντά του, σκεφτόμουν. Γύρισα προς την ανατολή, πέρα προς την Κόνισκα, και πίσω από τα βουνά της διέκρινα ότι αρχίζει να ροδίζει η Αυγή…. Τι Αυγή!!! Αλήθεια δεν έχω δει άλλη φορά σαν αυτή…
Και εκεί, μέσα στις τόσες σκέψεις μου, μέσα στο πανέμορφο τοπίο, αρχίζω πάλι ν’ ανεβαίνω. Περνάω από τις «Κοπρεσιές», καλημερίζω απέναντι τα «ΓΟΥΠΑΤΑ» και πιο πάνω θαύμαζα τη γυμνή κορυφή του βουνού, την «Κακαβούλα», που καταλήγει πέρα στη «Βαμβακιά». Έχω μπει πια στα Έλατα μέσα και προσπαθώ να προσανατολισθώ για νάβρω τον Έλατο το δικό μας που είναι το Γιατάκι των τσοπάνηδων…
Δεν δυσκολεύομαι όμως γιατί το κουδούνι της Λάϊας που ακούω με βοηθάει και μου δείχνει που να κατευθυνθώ… Αυτή η προβατίνα, η «Λάϊα» και μία γίδα, η «Φλώρα», όπως τις βαφτίσανε, ήταν μαζί με τα δύο βόδια μας, το «Σπροχείλη» και τον «Κυριάκη», η μόνη μου αγωνία επί χρόνια, όταν έπειτα από αυτό το οδοιπορικό μου ξενητεύθηκα…..
Έδωσα της Λάϊας λίγο ψωμί και αυτή τρέχοντας εμπρός μου με πήγε κατευθείαν στο Γιατάκι.
«Ορέ τα κατάφερες Νίκο. Καλώς ήρθες παιδί μου» ήταν τα πρώτα λόγια του Μπαρμπα Γιάννη.
Απόθεσα το ταγάρι με το ψωμί και το φαϊ και μια πίττα που μοσχοβολούσε. Το παγούρι με το νερό… κι ο Μπάρμπας με τη δυνατή και καθαρή φωνή του φώναξε και ήρθαν και οι άλλοι τσοπάνηδες. Δεν τους θυμάμαι όλους, ήσαν 4-5 η παρέα. Μόνο τη Θεοδοσο- Φώτω ενθυμούμαι – καλή της ώρα- που έβρασε το γάλα για μένα. Και ακόμη γιατί αυτή ήλθε και με πήρε από το «Βαϊνάκι»όπου είχα πάει και έριχνα πέτρες μέσα σε ένα πηγάδι μεγάλο σε βάθος, όπως φαινόταν, για να με προφυλάξει να μην πέσω μέσα.
Πέρασα σαν τσοπανόπουλο 3-4 ώρες τρέχοντας απ’ εδώ και από εκεί για να μη ξεφύγει κανένα από το κοπάδι μας… Έπειτα σιγά –σιγά τα ποτίσαμε όλα, τα’ αρμέξαμε στο Στάλο …και γεμάτες οι καρδάρες, η τροφή μας, πλούσια η παραγωγή και ευτυχισμένες οικογένειες!!! Πολύς βέβαια ο ιδρώτας του μόχθου και το γενικό εισόδημα πτωχό αλλά μεγάλη η ψυχική Γαλήνη και η καρτερική μεγαλοψυχία – εμπρός στο πτωχό και υπανάπτυκτο κράτος που μόλις πριν λίγες δεκαετίες είχε απαλλαγεί από τον τύραννο δυνάστη του.
Μεσημέρι πια και ο Αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε. Όλοι μαζί επιστρέφουμε στο χωριό. Έτσι το συνήθιζαν τότε – θα είμεθα πάνω από 15 άτομα- θυμάμαι και μου φαίνεται πως ακούω ακόμα τις δυνατές φωνές τους… Εκεί στο Στάλο περίμενε ο ένας τον άλλον και τότε ξεκίναγαν για το χωριό.
Θυμάμαι λοιπόν τον Αποστόλη Ζαφρακά, την Ελένη Ζαφρακά, τη Γιαννούλα Τσαπαρή, το Μανθονίκο, τη Σταυρούλα Σιαδήμα, τη Σπυριδούλα Ντούρου, τη Χριστίνα Νικολάου, τη Μάρθα Σωτηροπούλου, την Αθηνά Τσαπαρή, τη Θεοδοσοφώτω…
Και τι θυμάμαι ακόμα; Πως ήταν φορτωμένοι όλοι. Οι γυναίκες με ένα φόρτωμα ξύλα στην πλάτη- τότε βλέπετε δεν είχε αρχίσει το εμπόριο της ρίγανης, και τη ρόκα και το γάλα στα χέρια. Αλλά και οι άνδρες, και αυτοί κάτι κουβαλούσαν εκτός από το γάλα.
Την ίδια ώρα από τα ΔΙΜΝΙΑ κατεβαίνει μια άλλη συντροφιά, φτάνει στο ΣΤΑΥΡΟ και κατηφορίζει για τα σπίτια της. Είναι Καραγιωργαίοι και Κοτσαλέοι. Ενώ ταυτόχρονα έραζε από τη ΣΚΑΛΑ άλλη παρέα, είχε κι αυτή Καραγιωργαίους από τα Ψωρολίθια, Τσολκαίους, Τσανταρέους, Νταγαρέους κ.α.
Πέρα ακόμη στη ΤΣΟΥΚΑ και στον ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ φαίνονταν να οδηγούν τα γιδοπρόβατα προς το ποτάμι στο ΜΥΛΟ οι άλλοι τσοπάνηδες του χωριού μας, όπως ο Καρπής, οι Καραθανασέοι, οι Κωσταίοι και ανάμεσά τους η Λυγερή, σεμνή και επιβλητική τσοπανοπούλα, κόρη της θειάς Λάμπραινας (ορφανή από πατέρα) αλλά σωστό παλληκάρι του νοικοκυριού!!! Αφού οι στενοί συγγενείς μας τη λέγανε ΣΠΥΡΟ από Σπυρυδούλα που ήταν το πραγματικό της όνομα.
Από όλους αυτούς που η μνήμη μου έφερε σήμερα μετά τόσα – 60 περίπου χρόνια – να κατηφορίζουν φορτωμένοι προς τα σπίτια τους στο χωριό λίγοι επιζούν… σ’ αυτούς που έχουν φύγει ας είναι αιώνια η μνήμη των.
Σ’ αυτούς που ζουν μια ευχή κάνουμε: Ν’ ανάβουν πότε –πότε το τζάκι, να βάζουν τη γάστρα για να καπνίζει το χωριό που και που και να θυμίζει στους επισκέπτες από μακριά όταν φτάνουν στο χωριό, πως αυτό το χωριό ΖΕΙ ΑΚΟΜΑ και ΘΑ ΖΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
Σ’ εμάς που ξενητευτήκαμε δε μένει τίποτα άλλο παρά η διακαής επιθυμία να πατάμε πότε –πότε τα χώματα αυτά της γενέτειρας, ν’ αντλούμε δυνάμεις ψυχικές και να συνδέουμε το παρελθόν με το παρόν για να ΖΗΣΕΙ και να υπερηφανεύεται αυτό το χωριό που το λένε ΑΡΓΥΡΟ ΠΗΓΑΔΙ.

Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου και Άγιε Δημήτρη που με αφήνεις να ζω για να θυμάμαι και να θυμίζω.