Του Δημήτρη Τσόλκα
«Το Γράμμα μας « φύλλο 76Απρίλιος Μάιος Ιούνιος 1996
Ήταν ακόμα νύχτα και κοιμόμουνα ευχάριστα, έχοντας ως μαξιλάρι το μπράτσο του πατέρα μου.
Η καμπάνα του Αγίου Δημητρίου χτυπάει ασταμάτητα. Ο πατέρας μου πετιέται επάνω. Μαζί του πετάχτηκα κι εγώ. Βγαίνει στην αυλή. Τον ακολουθώ από κοντά.
-Τι γίνεται βρε Γιάννη Κότσαλε;
Εκείνος δεν του απαντά και φεύγει τρέχοντας για την εκκλησία. Τρέχει και ο πατέρας μου από κοντά του. Η καμπάνα εξακολουθεί να χτυπά. Τρέχω κι εγώ να φθάσω τον πατέρα μου. Εκείνος όμως έχει πατήσει κιόλας τα σκαλιά του προαυλίου της Εκκλησίας.
Έφθασα κι εγώ λαχανιασμένος και ιδρωμένος.
Με είδε ο παππούλης μου, ο Παπα – Λάζαρος και μ’ έπιασε στοργικά από το χέρι, ενώ έλεγε στους χωριανούς που ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί:
«Μην κάνετε έτσι μωρέ. Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο, αλλά δεν ξέρουν ότι η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού μας, η Αγιωτάτη Παρθένος, η Παντάνασσα είναι μαζί μας και με τη δύναμή της θα τους ρίξουμε στη θάλασσα».
Εγώ τόσο από τα λόγια του παππού μου, όσο και από τα κλάματα των γυναικών, φοβήθηκα, γι’ αυτό κι έτρεξα πάλι να πάω στο σπίτι μου.
Γυρίζοντας στο σπίτι με είδε φοβισμένο η γλυκιά μου μάνα και με πήρε στη μεγάλη της αγκαλιά.
-Μη φοβάσαι, μου είπε. Θα πάμε τώρα στη Θεοτόκο και εκείνη θα βάλει το χέρι της και θα μας γλυτώσει.
Πράγματι, το απόγευμα με πήρε από το χέρι, επτάχρονο παιδί εγώ τότε, και πήγαμε στο Τσορνώκο.
Κατεβαίνοντας τις αυτόματες σκάλες της αυλής του μπάρμπα Κώστα του Μπίστα, είδα ένα εκκλησάκι κοντά στο «Ρέμα». Ήταν η εκκλησία της Θεοτόκου.
– Ελάτε μέσα, φώναξε ο μπάρμπα – Κώστας.
– Θα γυρίσουμε, του απάντησε η μάνα μου, ενώ πατάγαμε το κατώφλι της εκκλησίας.
Μπήκαμε μέσα και η μάνα μου γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς.
Γονάτισα κι εγώ δίπλα της διαπιστώνοντας ότι κάτι έλεγε, αλλά δεν την άκουγα. Την είδα συνάμα να δακρύζουν τα μάτια της και την ρώτησα:
– Μάνα, γιατί κλαίς;
Δεν πήρα απάντηση. Ένοιωσα όμως τα μάτια της Παναγίας να πέφτουν επάνω μου και ένοιωσα ένα ρίγος στην καρδιά μου. Άρχισα να κλαίω κι εγώ και αμέσως αισθάνθηκα χαρά. Αισθάνθηκα αγαλλίαση. Αισθάνθηκα ένα μεγάλο θάρρος και μια απέραντη αγαλλίαση. Μια παντοδυναμία. Έτρεξα και πήρα από το σακκούλι της μάνας μου το μπουκαλάκι με το λάδι, για ν’ ανάψει η μάνα μου τα κανδυλάκια.
Τα άναψε. Κάναμε πάλι το σταυρό μας και ανεβήκαμε στο σπίτι του μπαρμπα Κώστα.
Η γιαγιά μου η Κωστογιάνναινα μου έδωσε ψωμί με μέλι και ενώ εγώ έτρεχα στην αυλή τρώγοντας το ψωμί με το μέλι, ένοιωθα μια αλλιώτικη χαρά. Ούτε φόβος υπήρχε πια, ούτε κούραση, λες κι αυτά τα κράτησε η ΘΕΟΤΟΚΟΣ.
-Ναι παιδί μου, μου είπε ο παππούς μου ο Παπα- Λάζαρος, όταν το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι του. «Τα πήρε η Παναγιά».
Από τότε, κάθε χρόνο που πάω στο χωριό, κατηφορίζω για τη Θεοτόκο και όταν επιστρέφω αισθάνομαι ανάλαφρα. Αισθάνομαι ξεκούραστος καίτοι η ανηφόρα είναι αρκετά μεγάλη. Μόνο ένα δάκρυ κυλά στα μάτια μου, γιατί δε με συνοδεύει η μάνα μου και γιατί δεν είδα τον μπάρμπα – Κώστα, την Κωστογιάνναινα και τη θεια Πηνιώ».