Του Αθανασίου Β. Πυρπύλη
«Το γράμμα μας» φύλλο 121 Ιανουάριος – Φεβρουάριος – Μάρτιος 2008
Φλεβάρης του 1964, μια κρύα, φεγγαρόλουστη βραδιά στο ορεινό χωριό της Τριχωνίδας Αργυρό Πηγάδι. Το χωριό είναι εδώ και μέρες σκεπασμένο με παχύ στρώμα χιονιού, που έχει παραλύσει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι κάτοικοι είναι στα σπίτια κλεισμένοι, κοντά και γύρω από το τζάκι που καίει αδιάκοπα και ξερνάει στον κατακάθαρο ψυχρό ουρανό τους μαύρους καπνούς του. Τα «πράματα» είναι στα κατώγια και στις πετροκαλύβες και πασχίζουν να επιβιώσουν με φερτό νερό, λίγες «λατσούδες» και ελάχιστες ζωοτροφές – τριφύλλι, άχυρο, καλαμποκιά- που υπάρχουν στους αχυρώνες και που με πολλή προσπάθεια τις μεταφέρουν τα αφεντικά τους. Το σχολείο έχει μέρες που δε λειτουργεί γιατί οι μαθητές δε μπορούν να διασχίσουν το παχύ χιόνι που έχει εξαφανίσει δρόμους, μονοπάτια, και σκεπάζει τα πάντα, ακόμη και τα δέντρα. Ο παγωμένος βοριάς που κατεβαίνει από την Τριανταφυλλιά κρατάει το χιόνι ατόφιο πάνω στα δέντρα, στις στέγες, στους δρόμους, στις πλαγιές.
Μετά την έκπληξη και το ξάφνιασμα των πρώτων ημερών που χιόνισε, η ανάγκη για επιβίωση επέβαλε στους κατοίκους να ανοίξουν τους δρόμους μες το χωριό και ως το γειτονικό ελατοδάσος για προμήθειες νερού, ξύλων αλλά και του απαραίτητου «κλαριού» για τα σταυλισμένα ζωντανά.
Στους αναξιοπαθούντες λόγω της χιονόπτωσης συγκαταλέγεται και ο δάσκαλος του χωριού που διαμένει μοναχικά στο σχολείο, το οποίο ευτυχώς διαθέτει τζάκι και δυο αξιοπρεπή δωμάτια. Αλλά το τζάκι καίει ξύλα κι αυτά κοντεύουν να εξαντληθούν, αφού οι μαθητές που εθιμικά κάθε πρωί κουβαλούσαν από ένα, έχουν μέρες να φανούν. Όμως οι καλόκαρδοι και φιλότιμοι χωρικοί ξέρουν από μόνοι τους τι θα πράξουν. Ένα πρωινό, κάθε κοντινός στο σχολείο χωριανός πήρε από μια αγκαλιά ξύλα από τη δική του ξυλαθημωνιά και την απόθεσε στην αποθήκη του σχολείου « για να μην ξεπαγιάσει ο δάσκαλος», ο οποίος πάντα θα θυμάται με ευγνωμοσύνη τη γενναία και συγκινητική χειρονομία τους.
Τηλέφωνο δε λειτουργούσε γιατί κάπου είχε σπάσει η γραμμή από πτώση χιονοφορτωμένων δένδρων ή από το δυνατό άνεμο. Οι στέγες των σπιτιών κινδύνευαν να καταρρεύσουν από το βάρος του παγωμένου χιονιού. Πιο πολύ κινδύνευε η εκκλησία, που όμως η ευσέβεια των κατοίκων και η μόνιμη έννοια του Παπα- Βασίλη, την έσωσαν τελικά. Με την πρώτη καλυτέρευση του καιρού, μια τεράστια ξύλινη σκάλα στήθηκε στη νότια πλευρά της και οι πιο επιδέξιοι και ψυχωμένοι άντρες, ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Κώστας, ο Βασίλης, ο Χαράλαμπος, ο Χριστόφορος κ.α. με κίνδυνο να γλιστρήσουν και συντριβούν, σκαρφάλωσαν στη στέγη της και προσεκτικά την ξεχιόνισαν, τη στιγμή που από κάτω και γύρω οι γεροντότεροι με καρδιά που έτρεμε από φόβο, τους παρατηρούσαν και τους θαύμαζαν σαν μυθικούς ήρωες.
Η κατάσταση κάθε μέρα χειροτέρευε, γιατί τα εφόδια λιγόστευαν. Τότε έπεσε η ιδέα να σταλεί ένα τηλεγράφημα στο Υπουργείο Εσωτερικών για αποστολή εφοδίων και ζωοτροφών. Το τηλεγράφημα συντάχθηκε με τη βοήθεια του δασκάλου, υπογράφτηκε από τον πρόεδρο του χωριού, κι ένας κάτοικος από το συνοικισμό Τσιορνόκος ανέλαβε να το πάει στη γειτονική Αμβρακιά που ήταν χαμηλότερα και να το παραδώσει στο εκεί μοναδικό κοινοτικό τηλεφωνείο, αφού ταχυδρόμος είχε μέρες να φανεί στο χωριό…
Πέρασε μια μέρα. Ήρθε το Σαββατόβραδο. Κατά τις 9, μες στην απόλυτη ησυχία της παγωμένης νύχτας, άρχισε ξαφνικά να χτυπάει παρατεταμένα η καμπάνα του Αη- Δημήτρη. Όσοι την άκουσαν, ξαφνιάστηκαν, ανησύχησαν και βγήκαν στις πόρτες ή στα μπαλκόνια τους μήπως και μάθουν τι συμβαίνει. Σε λίγο μια δυνατή ανδρική φωνή, εκεί κοντά στο σχολείο, ακούστηκε:
Ακούτε, χωριανοί! Στου Γαρκιώτη κινδυνεύουν άνθρωποι μες στο χιόνι! Άστραψε λάμψη κι ακούστηκε ντουφεκιά! Τρεχάτε να τους προλάβουμε πριν ξεπαγιάσουν.
Το απροσδόκητο νέο μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά. Στους Καραγιωργέους, στους Σωτηροπουλέους,, στους Τσολκέους, στους Ζαφρακέους, στους Κωστοπουλέους, στους Πριοβολέους, στους Σιαδημαίους, στους Ντουρέους, στους Κωνσταντινιδέους, στους Λισγαρέους, μέχρι κάτω στα Κρεβατάκια! Και δεν πέρασε παραπάνω από ένα εικοσάλεπτο, που όσοι χωριανοί μπορούσαν να τρέξουν, άρχισαν να ανηφορίζουν βιαστικοί, κατά παρέες, ντυμένοι στις χλαίνες τους που είχαν απ’ τα ΤΕΑ, με τις κουκούλες και τα άρβυλά τους, με τσαπιά και φτυάρια για να ανοίγουν το δρόμο, με φακούς και κλεφτοφάναρα, με μπουκάλια τσίπουρο στις τσέπες για το δυνατό ψύχος και με ένα πρόχειρο φορείο. Αληθινός αξιοθαύμαστος συναγερμός των ανδρών του χωριού για τη σωτηρία ανθρώπων που κινδύνευαν μες στο χιόνι! Για καλή τους τύχη ήταν φεγγαρόφωτο και δε φυσούσε δυνατός άνεμος. Βιαστικά άνοιγαν το δρόμο από το παχύ το χιόνι και προχωρούσαν. Κρύα η βραδιά που τους έπνιγε την ανάσα. Αλλά το τρέξιμο και η προσπάθεια για το άνοιγμα του δρόμου, τους έκαναν να μη λογαριάζουν την παγωνιά! Ο στόχος τους ήταν ένας και ο ενθουσιασμός τους μεγάλος που δεν λύγιζαν με τίποτε!
Έφτασαν στης Σκάλας το Ρέμα, πέρασαν τη ράχη του Αη- Λια και χάθηκαν ίσω απ’ αυτήν. Σταμάτησαν να πάρουν μια ανάσα, έβαλαν τα χέρια τους χωνί και φώναξαν μ’ολη τη δύναμή τους να ενθαρρύνουν τους κινδυνεύοντες. Και πάλι προχωρούν, όλο προχωρούν. Οι δυνάμεις τους όμως λιγοστεύουν. Μια γουλιά τσίπουρο και ξανά μπροστά!
Τώρα ο δρόμος δεν έχει ανηφόρα. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος από τους γκρεμούς γιατί δεν σημαδεύει πουθενά μονοπάτι. Λίγο ακόμα και ζυγώνουν στο Ρέμα του Γαρκιώτη. Παύουν να μιλάνε κι αφουγκράζονται. Και τι χαρά! Σαν να άκουσαν ανθρώπινες φωνές! Ο στόχος ήταν κοντά! Έπρεπε να βιαστούν. Να ξαναστυλωθούν. Να κάμουν την τελική προσπάθεια! Το τσίπουρο πάει να τελειώσει! Μα φτάνουν λίγες γουλιές να τους τονώσουν. Πρέπει να κρατήσουν και λίγο για τους παγιδευμένους στο χιόνι. Σε λίγο, πίσω από ένα σύδεντρο, στην πρώτη πετροκαλύβα, κοντά στην πηγή του Γαρκιώτη, δυο άνθρωποι εξαντλημένοι από την προσπάθεια, την αγωνία και το ψύχος, έστεκαν μπρος στην πόρτα. Τους πλησίασαν, τους σκέπασαν με τα ρούχα τους, τους έτριψαν τα χέρια με τσίπουρο, τους πότισαν τσίπουρο να ζεσταθούν που κόντευαν να ξυλιάσουν και τους πρόσφεραν σταφίδα να στυλωθούν. Και χωρίς χρονοτριβή πήραν το δρόμο του γυρισμού στο χωριό. Δεν χρειάστηκε φορείο γιατί τους είχαν προλάβει. Ήταν δυο χωροφύλακες από τον αστυνομικό σταθμό Δρυμώνα.
Τι άραγε είχε συμβεί; Πώς βρέθηκαν παγιδευμένοι στου Γαρκιώτη, μες στο χιόνι; Είπαμε παραπάνω πως στάλθηκε τηλεγράφημα στο Υπουργείο Εσωτερικών. Το Υπουργείο Εσωτερικών τηλεφώνησε στη Νομαρχία. Εκείνη δεν είχε ιδέα και αμέσως έδωσε εντολή στον αστυνομικό σταθμό Δρυμώνα να κάμει αυτοψία για να βεβαιώσει αν αληθεύει το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος. Έτσι, αργά το απόγευμα του Σαββάτου, διατάχθηκαν δυο χωροφύλακες να πάνε επί τόπου για την αυτοψία. Ξεκίνησαν. Με κανονικές καιρικές συνθήκες χρειάζονταν γύρω στις 3 ώρες να φθάσουν με τα πόδια στο χωριό. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι. Έφτασαν στο Νεροχώρι, συνάντησαν την πρακτική γιατρό Αργυρώ, η οποία τους προειδοποίησε ότι θα δυσκολευτούν πολύ από το χιόνι. Αψήφησαν τις συμβουλές της και προχώρησαν. Καθώς ανέβαιναν, έβρισκαν όλο και περισσότερο χιόνι. Δεν δείλιασαν. Όταν έφτασαν στις αμβρακιώτικες Λάκες κόντευε να νυχτώσει. Τώρα, και να το ‘θελαν, δε μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Συνέχισαν κόβοντας χιόνι και προχωρώντας με δυσκολία. Ευτυχώς είχαν μαζί τους όπλα και ήταν τυχεροί που τότε δεν υπήρχαν στην περιοχή λύκοι. Τους κατέλαβε η νύχτα. Με το φως του φεγγαριού προχωρούσαν. Αλλά όταν έφτασαν στην καλύβα στου Γαρκιώτη, οι δυνάμεις τους τους εγκατέλειψαν. Μπήκαν στην καλύβα να προστατευτούν. Προσπάθησαν να βρουν ξύλα για να ανάψουν φωτιά. Αλλά, πού ξύλα! Κι ο,τι υπήρχε ήταν νοτισμένο, που δεν άναβε όσο κι αν προσπάθησαν! Τότε σκέφτηκαν τα όπλα τους. Μολονότι το χωριό ήταν μακριά, ίσως θα μπορούσαν να ακουστούν, αν είχαν λίγη τύχη! Άρχισαν, λοιπόν, τις ντουφεκιές με την ελπίδα ότι θα τους άκουγαν από απέναντι. Κι αυτό τους έσωσε. Είχαν άγιο. Κάποιος χωρικός εκείνη τη στιγμή ήταν έξω και κατά τύχη κοίταξε προς τα εκεί. Είδε τη λάμψη και άκουσε τον κρότο. Αμέσως ειδοποίησε τους συγχωριανούς του και ύστερα ακολούθησαν όσα περιγράψαμε.
Την άλλη μέρα ήταν λίγοι οι χωριανοί στην εκκλησία. Οι πιο πολλοί είχαν ξενυχτίσει. Δικαιολογημένη όμως η απουσία τους. Γιατί είχαν σώσει δυο συνανθρώπους τους, που θα είχαν κοκαλώσει μες στο χιόνι, αν αυτοί δεν έτρεχαν την περασμένη νύχτα να τους βοηθήσουν.
Μετά τη λειτουργία μαζεύτηκαν οι άντρες στο καφενείο του Βασίλη. Μαζί και οι δυο διασωθέντες. Εκεί, γύρω από την πυρωμένη ξυλόσομπα, έδιναν κι έπαιρναν τα κεράσματα. Οι διασωθέντες κατακίτρινοι από την ταλαιπωρία, όλοι όμως χαρούμενοι. Τα στόματα δεν σταματούν να διηγούνται τις λεπτομέρειες της επικίνδυνης περιπέτειας. Τα μάτια ακτινοβολούν μια αγαλλίαση. Για τους μεν τη χαρά της σωτηρίας, της ανάστασης. Για τους πολλούς την ευφρόσυνη σιγουριά ότι έκαμαν στο ακέραιο το ανθρώπινο καθήκον τους.
Δεν πέρασαν δυο μέρες από εκείνη την Κυριακή, όταν ξαφνικά δυο –τρία αεροπλάνα εμφανίστηκαν κι έκαναν κύκλους πάνω από το χωριό στον καταγάλανο πρωινό ουρανό που άστραφτε από την ανταύγεια του χιονιού το οποίο ακόμα συνέχιζε να σκεπάζει την περιοχή. Μετά τους αναγνωριστικούς κύκλους, άρχισαν να ρίχνουν αλεξίπτωτα φορτωμένα με εφόδια. Ένα, δυο, τρία… πολλά! Ήταν καταπληκτικό το θέαμα καθώς κατέβαιναν αργά αργά σαν πολύχρωμα τριαντάφυλλα και προσγειώνονταν πάνω σε χωράφια, σε χαράδρες ή κούρνιαζαν σε δέντρα. Ο ενθουσιασμός όλων μεγάλος, ιδίως όμως των φιλοκυβερνητικών, οι οποίοι καμάρωναν διότι το κράτος τους θυμήθηκε. Αμέσως όμως, έμπαινε ένα δύσκολο πρόβλημα για τον πρόεδρο και τους κατοίκους. Να τρέξουν για να μαζέψουν αυτά τα δέματα με τρόφιμα και ζωοτροφές. Αλά, όπως πάντα τολμηροί, ρίχτηκαν στη δουλειά κι ως το βράδυ είχε τελειώσει κι αυτός ο άθλος. Φυσικά με πολύ ιδρώτα, τρέξιμο, κόπο. Ήταν η πρώτη του Μάρτη.
Η άλλη μέρα, και οι επόμενες, θα τους έβρισκαν με τις συνηθισμένες σκληρές ασχολίες τις οποίες απαιτούσε ο δύσκολος χειμώνας, που σε αυτή την ορεινή αετοφωλιά άρχιζε νωρίς το Νοέμβριο και διαρκούσε ως αργά τον Απρίλιο. Κι όμως δεν λύγιζε τη δύναμη της ψυχής, παρά άφηνε και χώρο για γέλιο, κουβέντα και τραγούδι, τα οποία σήμερα εν πολλοίς αποτελούν «είδος εν ανεπαρκεία».