Του Δημήτρη Τσόλκα
« Το Γράμμα μας» στο φύλλο 78, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 1996
Ο μήνας Αύγουστος μπήκε στη δέκατη τρίτη μέρα του μέσα στο 1996. Σηκώθηκα πρωί-πρωί και παίρνοντας μαζί μου τα απαραίτητα για το μεσημβρινό μου φαγητό, ανέβηκα την ανηφόρα προς τον Αη Σωτήρα.
Ύστερα από 15 λεπτά ανηφοριάς έφθασα στο εκκλησάκι του Αη Σωτήρα. Μπήκα μέσα. Άναψα το κεράκι μου και ασπάστηκα την εικόνα του Σωτήρα Χριστού. Στη συνέχεια βγήκα και πήρα τον αμαξωτό δρόμο προς του «Γαρκιώτη».
Έφθασα στη «Σκάλα» και άναψα στον Προφήτη Ηλία τη λαμπάδα μου, την είχα «τάμα».
Προχώρησα μετά διακόσια μέτρα και έφθασα στο «Κοκκινάλωνο». Κοντοστάθηκα και κοίταξα προς τα πάνω, τα πλάγια. Ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά μου, γιατί «νόμισα» πως είδα την Αγλαΐα στη «μεγάλη πεζούλα» και φαντάστηκα τον πατέρα μου με τ’ αδέλφια μου Χρήστο, Λουκία και Φώτη να μαζεύουν τη φακή.
Σκούπισα το πρόσωπό μου και προχώρησα, και φθάνοντας στα «Πλατανάκια» κοντοστάθηκα. Ρώτησα χωρίς φωνή τον εαυτό μου: Να υπάρχει άραγε η «γούρνα» του μπάρμπα –Γιώργη του Σωτηρόπολου; Μου απλοήθηκε η ίδια φωνή: «Ούτε γούρνα υπάρχει, ούτε ο μπάρμπα –Γιώργης ποτίζει το καλαμπόκι και τα φασόλια».
Συγκινήθηκα αρκετά από την απάντηση και προχώρησα προς το «Βαθύ Λαγκάδι». Το πέρασα και έφθασα στις «Αλαταριές». Τις πέρασα μελαγχολικός γιατί ενόμισα πως με πείραξε ο μπάρμπα Χρήστος ο «Μαύρος», λέγοντάς μου «εγώ πεθαίνω γάϊδαρε και συ γκαρομανάς».
Έφθασα στου «Γαρκιώτη». Έκατσα κάτω από τον μισοξεραμένο πλάτανο για να ξαποστάσω λίγο και μετά να πιω κρύο νερό από την κρυσταλλένια πηγή. Και αφού ήπια νερό, άθελά μου αγνάντεψα προς τα «Ψωρολίθια» και έπιασα τον εαυτό μου να ρωτάει:
«Μήπως βλέπεις τον κουμπάρο Νίκο Καραγεώργο να μαζεύει τα ρεβύθια στα «πλάϊα»; Βλέπεις την Καλλιρόη και τη Ζωίτσα να ροβολάνε εκεί στου «Κούσιου τη Λακκούλα» φορτωμένες αργιέματα;»
Η «απάντηση», φυσικά, αρνητική. Απογοητεύτηκα, οπωσδήποτε. Πήρα όμως την ανηφόρα προς του «Λισγάρα» και φθάνοντας στις ακρινές πεζούλες του Λισγάρα, κάθισα στη μάντρα. Καθίζοντας νόμισα πως κάποιος μουρμούριζε:
«Όλα έγιναν σάρα, εγώ όμως αντέχω ακόμα και μπορείς να καθίσεις επάνω μου. Και ξέρεις γιατί αντέχω; Γιατί ο μπάρμπα Βασίλης ο Λισγάρας με τα παιδιά του Χρόνη και Γιάννη με στέριωσαν καλά».
Σηκώθηκα. Και παίρνοντας το πλάι προς τα πάνω, αναζήτησα το δρόμο με τα πολλά καγκέλια. Όχι όμως δρόμο δε βρήκα, αλλά κινδύνεψα να φτάσω στο «Καραουλάκι». Φθάνοντας εκεί στα «πεζουλάκια» που ακόμα ζουν, κάθισα να ξαποστάσω. Τα πόδια μου, φυσικά, ξεκουράστηκαν, αλλά το βλέμμα μου κουράστηκε να καταβροχθίζει το ηλιόλουστο και καταπράσινο χωριό μου, τη «Βαμβακιά», τη «Βλάσανη», μέχρι και τη «Δραμάλα» και πάνω την «Τριανταφυλλιά» μέχρι στις «Πέρα Λάκκες». Σε κάποια μάλιστα στιγμή, «τσάκωσα» το βλέμμα μου να αναζητεί με λαχτάρα τα πρόβατα της Ταλαγανο Βασίλαινας, στη «Φιλκούλα». Δεν «έπιασε» όμως τίποτε και απογοητεύτηκε «σφόδρα».
Σηκώθηκα κι εγώ λίγο απογοητευμένος και πήρα την ανηφόρα. Σε δέκα λεπτά έφθασα στη «Ράχη». Έφθασα στο αγαπημένο μου «Χαλαμπρέζι». Τα μάτια μου ψάχναμε για τα πρόβατα του αδελφού μου του Σάββα και του Κώστα Καραγεώργου, ενώ τ’ αυτιά μου «τέντωναν» για ν’ ακούσουν τις κουδούνες και τα ψιλοκούδουνα.
Τα «τσάκωσα» όμως να απογοητεύονται και τους είπα αυστηρά αλλά και πατρικά: «Κουράγιο μωρέ, δεν είναι ώρα για συγκινήσεις» και πήρα τη ράχη – ράχη. Έφθασα στης Ταλαγανο-Σπύραινας το καλύβι. Ο γέρικος έλατος ήταν εκεί όρθιος, αλλά πολύ στενοχωρημένος και ρυτιδωμένος γιατί το καλυβάκι που ήταν στον ίσκιο του ήταν πεσμένο. Είχε γίνει «βολιός». Με πήρε λίγο το παράπονο και θα έφθανα και στο κλάμα αν δεν άκουγα το γέρικο ελάτι να μου λέει: «Σ’ αυτό το καλύβι που σήμερα εσύ μοιρολογάς το λείψανό του, πήχτηκαν τόνοι γάλα από την Σπύραινα, την Περιστέρα και την Ουρανία. Σ’ αυτό το καλύβι η Τσολκο- Σπυριδούλα κοπάνιζε το γάλα και η Καραξτο – Γιάνναινα έπηζε το γιαούρτι. Εδώ στον ίσκιο μου ξαπόστασαν πολλοί, κοιμήθηκαν δεκάδες, γλέντησαν με τις φλογέρες τους τα τσοπανόπουλα και χόρεψαν πολλές τσοπανοπούλες».
Συνήλθα από την πίκρα μου και πήρα την ανηφόρα για το «Χαλίκι». Πέρασα τη «Λάκκα του Βουλπιώτη» και «το λιβάδι του Ακρίδα» και έφθασα στο «Πενηντάρι», εκεί που πριν από σαράντα σχεδόν χρόνια σκότωνα με τον αγαπημένο μου συγκυνηγό Ξένο Καραγεώργο δυο –δυο τους λαγούς.
Και νοσταλγώντας εκείνα τα ωραία παιδικά και φοιτητικά χρόνια, αγνάντεψα προς τα «Κατσουναίικα» τα κονάκια. Δεν είδα όμως ούτε κονάκια, ούτε άκουσα τα γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων. Ούτε άκουσα τη Μουστακογιάνναινα να σαλαγάει τα πρόβατα και να κράζει τα γίδια. Ούτε και τη φλογέρα του μπαρμπα –Ζώη άκουσα, ούτε το βαρύτονο κλέφτικο τραγούδι του μπάρμπα – Γιάννη του Μουστάκα. Βουβαμάρα παντού. Ούτε κουδούνια, ούτε βελάσματα, ούτε σαλαγητά. Μόνο κάτι κοράκια έκραξαν και πέταξαν προς τη Ντερίκοβα, ενώ δυο αετοί «λακούναψαν» πέρα στην αϊτοφωλιά.
Προχώρησα σκεφτικός και περνώντας το «Χαλίκι» αγνάντεψα πέρα κατά και τις «Πέρα Λάκκες». Πουθενά όμως δεν είδα ζωντανό. Παντού νέκρα. Ερημιά και καημός. Η βουβαμάρα και η συγκίνηση με συντρόφευαν όπου και αν κοίταζα.
Εγκαταλείποντας το «Χαλίκι» προχώρησα προς τον Αη Λιά. Φθάνοντας εκεί αναζήτησα το εκκλησάκι για να προσκυνήσω. Το εκκλησάκι όμως άφαντο.
Χαλάσματα και σωροί από πέτρες και αγκωνάρια. Έκανα το σταυρό μου και σκύβοντας προσπάθησα να φιλήσω τη μεγάλη Πέτρα.
Πετάχτηκα όμως έντρομα όρθιος, γιατί νόμισα πως άκουσα μια βροντερή φωνή να λέει: «Γιατί με μεταφέρατε εκεί κάτω; Δεν ξέρετε ότι εγώ ζω στα ψηλώματα και όχι στις χαράδρες;»
Έντρομος και στενοχωρημένος έτρεξα προς το «Καραουλάκι», φρονώντας ή φαντάζοντας ότι «εκεί» θα βρω τον ξάδερφό μου τον Χρήστο τον Τσόλκα να αρμέγει τα πρόβατα στο «στάλο».
Δεν βρήκα όμως τίποτα, όπως δεν βρήκα και στο «Γούπατο».
Με λαχτάρα κατέβηκα την κατηφόρα για να φτάσω στα «Δημνιά», να πιώ νερό στο ρέμα και να φάω λίγο ψωμοτύρι. Φθάνοντας όμως στο ρέμα δε βρήκα ούτε νερό ούτε τον κάλανο.
Απογοητεύτηκα και γρήγορα-γρήγορα πέρασα τη «μεγάλη πεζούλα» του πατέρα μου για να φθάσω στο καλύβι του Κότσαλου. Όμως σωρός από πέτρες ήταν και το καλύβι του Κότσαλου και το καλύβι του πατέρα μου. Μόνο η μεγάλη κοτρώνα στη μέση της ποτιστικής πεζούλας στεκόταν αγέρωχη και προκλητική. Μού ήρθε πως κάτι μουρμούριζε: «Εγώ δεν πεθαίνω ποτέ. Κανένας δεν με κουνάει από δω. Ο αδελφός σου ο Χρήστος προσπάθησε να με κάψει και στη συνέχεια να με σπάσει με τη βαριά, αλλά δεν μπόρεσε. Κανένας δεν θα μπορέσει ποτέ».
Στενοχωριέμαι μ’ αυτά που «ακούω» και «βλέπω» και ψάχνω με τα μάτια μου να δω τον μπάρμπα Βασίλη τον Κότσαλο ή τον ΚότσαλοΓιάννη για να μου δώσουν κουράγιο. Κανένας πουθενά. Ούτε η μεγάλη κερασιά, η «μπιλίτσα» δεν ήταν εκεί που την ήξερα. Εκεί στη «γούρνα» του ΚότσαλοΒασίλη.
Κατηφορίζω δακρυσμένος προς το χωριό. Περνάω τη «Μηλούλα» και φθάνω στο πρώτο σπίτι του χωριού.
Θέλω να βρω τον μπάρμπα Λάμπρο τον Καραγεώργο να μου τονώσει το «ηθικό». Να μου πει εκείνα τα σοφά και συμβουλευτικά του λόγια, να συνέλθω. Και ενώ ετοιμάζομαι να φωνάξω: «Μπάρμπα Λάααμπροοο», ακούω μια φωνή από μέσα μου χαιρέκακα να μου λέει: «Τι αναζητάς; Τον μπάρμπα Λάμπρο και τη θεια Διαμάντω; Δεν θα μπορέσω να σε ευχαριστήσω»!
Και ενώ ετοιμάζομαι να διαβολοστείλω αυτή τη «φωνή», με συνεφέρνει ο άλλοτε αγροφύλακας, λέγοντάς μου: «Έλα Μήτσο να πιούμε καφέ. Εγώ μόλις ξύπνησα. Τον πήρα για κάνα δυο ωρίτσες».
Έκατσα στο «κρεββατάκι» της αυλής, κατάκοπος, ενώ η Ελένη, η «αγροφυλακίνα», έβαλε το μπρίκι στη χόβολη.
Συνέλαβα όμως τον αγροφύλακα να με κοιτάζει περίεργα.
-Τι συμβαίνει Δημήτρη, και με κοιτάς παράξενα;
-Τι τον ήθελες μωρέ Μήτσο αυτόν τον «περίπατο»; Μου λέει ο παλιός – καλός αγροφύλακας. Εσύ είσαι κατακίτρινος σαν το κερί. Μάλιστα από χτες που σε είδα μέχρι σήμερα, μου φαίνεται πως πέρασε από πάνω σου μια ολόκληρη ζωή.
– Ναι αγροφύλακα, του απάντησα. Σήμερα πέρασε από την ψυχή μου μια ζωή πενήντα χρόνων και του διηγήθηκα το «οδοιπορικό» μου. Κατηφορίζοντας όμως αργότερα προς το σπίτι μου, άκουσα έναν πιτσιρικά να τραγουδά:
«Εκεί ψηλά μεσ’ τα βουνά,
Βρίσκεται το χωριό μου
Κι εγώ δοξάζω ευλαβικά
Το Μέγα Κύριό μου
Που κάθε χρόνο με βοηθά
Για να το ανταμώνω
Και ας με κάνει σίγουρα
Να βαρειοβαλαντώνω.
Αυτό το όμορφο χωριό
Που λάμπει σαν πετράδι
Κι εγώ πολύ το αγαπώ
Το Αργυροπηγάδι»