Το Αργυρό Πηγάδι είναι το πιο ορεινό χωριό του Δήμου Θέρμου, σε υψόμετρο 1000 μέτρων. Βρίσκεται κτισμένο στην ηλιόλουστη νοτιοανατολική πλαγιά της Τριανταφυλλιάς, της δεύτερης κορυφής του Παναιτωλικού με ύψος 1817 μέτρων.
Το όνομα του βουνού Τριανταφυλλιά, παραπέμπει στις πολλές αγριοτριανταφυλλιές που φυτρώνουν στις πλαγιές της.
Το βουνό του Παναιτωλικού με τη συγκεκριμένη του τοπικά, μορφολογία προστατεύει το χωριό από τους βοριάδες.
Η προστασία του από τους δυνατούς βοριάδες και ο νοτιοανατολικός προσανατολισμός του χωριού που το κάνει ηλιόλουστο, βοηθάει στην ανάπτυξη των καλλιεργειών, την ωρίμανση των καρπών, χαρίζει τη θαλπωρή του τους χειμωνιάτικους μήνες, προκαλεί το γρήγορο λιώσιμο του χιονιού, κάνοντας δυνατή τη ζωή στο χωριό και τους χειμώνες.
Η σπουδαιότητα του προσανατολισμού γίνεται φανερή και από το επίπεδο της βλάστησης στις δυο πλευρές, βόρεια και νότια, του βουνού.
Είναι χαρακτηριστικές επίσης οι φωτογραφίες και οι επισημάνσεις ενός ορειβάτη:
Κορυφογραμμή Τριανταφυλλιάς. Είναι εμφανής η διαφορά ανατολικής και δυτικής πλευράς του βουνού όσον αφορά την χιονοκάλυψη. Στη χιονισμένη πλευρά φυσούσε ένας παγερός βορειοανατολικός άνεμος που διατηρούσε το χιόνι παγωμένο όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Η οργάνωση κάθε οικισμού προσαρμόζεται στους περιορισμούς που θέτει το φυσικό περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται οι δυνατότητες που προσφέρει.
Όπως αναλυτικά εξηγεί ο αρχαιολόγος Γιάννης Νεραντζής στο βιβλίο του «Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ»:
Από την απαρχή ανάπτυξης ….του φυλετικού κράτους των Αιτωλών…. κάθε επιμέρους κοινότητά του για να αναδειχθεί σε πολιτικό οργανισμό με κάποιο βαθμό αυτονομίας και ανεξαρτησίας,…. , θα έπρεπε να διαθέτει ένα συγκεκριμένο παραγωγικό χώρο και επομένως τα πολιτικά γεωγραφικά όρια κάθε τέτοιας μονάδας θα έτειναν να συμπέσουν με τα φυσικά όρια μιας συγκεκριμένης περιοχής.
Στο Αργυρό Πηγάδι μπορούμε να βρούμε την εφαρμογή των παραπάνω αρχών
Η θέση του οικισμού εξασφαλίζει τη δυνατότητα οικοδόμησης γιατί έχει σταθερά εδάφη, διαθέτει πηγές, για πόσιμο νερό κατ’ αρχήν, και για άρδευση στη συνέχεια.
Τα βουνά που το περιβάλλουν προσδιορίζουν και την έκταση των βοσκοτόπων, κρίσιμο θέμα για την επιβίωση του χωριού, καθώς επίσης και την έκταση του δάσους στο οποίο οι κάτοικοι του χωριού θα έχουν πρόσβαση. Συνήθως οι κορυφογραμμές είναι και τα σύνορα με τα γειτονικά χωριά.
Οι δε πλαγιές των βουνών, τμήμα της οροσειράς της Πίνδου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μπορούν να δώσουν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αν διαμορφωθούν σε πεζούλες.
Το χωριό είναι κτισμένο σε τρεις ρούγες σύμφωνα με τη μορφολογία του εδάφους.
Κτίζουν τα σπίτια τους εκεί που το έδαφος είναι πιο σταθερό, στηριγμένο σε βράχους. Βρισκόμαστε στην πλαγιά ενός βουνού, επομένως ο κίνδυνος κατολίσθησης είναι πάντα μεγάλος.
Είναι ένα χωριό συγκεντρωμένο. Γιατί αυτό εξυπηρετούσε. Συντηρούνταν πιο εύκολα οι απαραίτητοι δρόμοι, άνοιγαν επίσης εύκολα όταν χιόνιζε. Σπάνια έκλεινε το σχολείο λόγω χιονιού. Πολύ περισσότερο δεν υπήρχε περίπτωση να μη λειτουργήσει ο Άη-Δημήτρης. Τα πρωινά με χιόνι, κάθε νοικοκύρης καθάριζε ένα κομμάτι δρόμου. Έτσι σε ελάχιστο χρόνο όλο το δίκτυο εσωτερικών δρόμων ήταν ανοικτό.
Στο κέντρο του χωριού, με εξαιρετική θέα, είναι κτισμένος ο ναός του Αγίου Δημητρίου, πάνω στα απομεινάρια κτισμάτων άλλων εποχών, πιθανότατα αρχαίου ναού.
Ο τωρινός Ναός του Αγίου Δημητρίου οικοδομήθηκε το 1926, σε αντικατάσταση παλαιότερου και μικρότερου ναού.
Όπως συνηθίζεται, εντοιχίζουν στο νέο ναό την πέτρα από το προηγούμενο κτίσμα που φέρει το έτος κτίσης του. Όπως μας αναφέρει ο Δημήτρης Λουκόπουλος, πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού υπάρχει η πέτρα αυτή που αναφέρει το έτος 1819. Σήμερα δεν φαίνεται. Έχει σκεπαστεί με τις διάφορες παρεμβάσεις. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Λουκόπουλος:
Στην ίδια θέση πρέπει να ήταν και παλιότερη εκκλησία. Αυτό το μαρτυρεί η εξής επιγραφή στην εικόνα του Αγίου Δημητρίου: « 1776, Αυγούστου 2. Δέησις του δούλου του Θεού Δημητρίου Τούνα.
Δυστυχώς η παλιά αυτή εικόνα που υπήρχε κατά την επίσκεψη του Δημήτρη Λουκόπουλου το 1940 δεν υπάρχει σήμερα. Υπάρχουν όμως παλιότερες εικόνες, του 1694, που παραπέμπουν σε ακόμα παλιότερο ναό.
Δίπλα στην εκκλησία βρίσκεται το σχολείο.
Το Σχολείο τους το έκτισαν το 1902. Ήταν με προσανατολισμό κάθετο σε σχέση με το σημερινό. Το 1940 το γκρέμισαν και το ξανάκτισαν (1940-41).
Εντοίχισαν την κτητορική επιγραφή του παλιού κτιρίου στο καινούριο. «1902. ΣΧ.ΓΚ»
Μέσα στον προηγούμενο αιώνα, γκρεμίζουν το 1926 την παλιά, μικρότερη εκκλησία και κτίζουν την καινούργια. Το 1940 γκρεμίζουν το παλιό σχολείο και οικοδομούν καινούριο. Αν μη τι άλλο, δείχνει ότι πιστεύανε στο μέλλον του χωριού τους. Κτίζουν το σχολείο με δικά τους χρήματα.
Για την εκκλησία υπάρχει και μια δωρεά από τους Τσαπαραίους που είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να συμβάλουν και όλοι οι χωριανοί. Κανένας δεν έχει πολλά χρήματα ώστε να χρηματοδοτήσει μόνος του ένα μεγάλο έργο. Αν όμως συμβάλλουν όλοι με λίγα, γίνεται η δουλειά. Και φυσικά προσφέρουν την ατομική τους εργασία.
Είναι μια λογική που έχει γίνει τρόπος σκέψης σε αυτό το χωριό και εφαρμόζεται και σήμερα. Έτσι γίνονται περήφανοι για το έργο τους και για την κοινότητά τους. Ό,τι φτιάχνουν μόνοι τους, το αγαπάνε και το προστατεύουν.
Με προσωπική δωρεά, του Αθανασίου Καραγεώργου, έχει γίνει μόνο το μικρό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος το 1970.
Φανερός ο ρόλος του σχολείου και της εκκλησιάς για τη μικρή κοινωνία του χωριού. Χώροι γνώσης και λατρείας. Αλλά και τόποι συνάντησης. Οι περισσότερες συναντήσεις και συζητήσεις των κατοίκων γίνονταν μπροστά στον Αη Δημήτρη, απολείτουργα. Η αυλή του ναού λειτουργούσε και σαν εκκλησία του δήμου, με την αρχαιοελληνική έννοια.
Η καμπάνα του Αη-Δημήτρη δεν καλεί μόνο τους πιστούς στις λατρευτικές εκδηλώσεις, αλλά και τους μαθητές στο σχολείο. Αναγγέλλει το θάνατο. Καλεί ακόμα τους χωριανούς για αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών ή για έκτακτη συγκέντρωση –συνέλευση, «καλεί το χωριό».
Το πανηγύρι του χωριού, του Αγίου Δημητρίου, στηνότανε μπροστά στο Σχολείο.
Εκεί ήταν και το «Χοροστάσι», το τριήμερο του Πάσχα…
Αυτός ο χώρος ήταν ο ανοικτός, ο δημόσιος χώρος. Εξ’ ού και η φράση
δε θα το βγάλουμε στο χοροστάσι
για κάτι, συνήθως οικογενειακό, που δε θέλανε να το κοινοποιήσουν.
Στο κέντρο του χωριού βρισκόταν και η μεγάλη χωματόγουρνα, αποθήκη νερού για άρδευση. Η δεξαμενή νερού στο κέντρο του χωριού έχει τη δική της σημασία. Είναι σύμβολο της αξίας και της σημασίας που έδιναν οι κάτοικοι του χωριού στο νερό ως στοιχείο ζωής.
Αλλά ο περίγυρος της στέρνας είναι και αυτός τόπος συνάντησης. Βασικά των ανδρών. Καθήμενοι στο χείλος της στέρνας παρακολουθούσαν το κατέβασμα της στάθμης των νερών, περίμεναν να «βουλώσουν», όπως λέγανε, τη γούρνα. Ή κάτω από τον ίσκιο των τριών μεγάλων καστανιών που σκίαζαν το χώρο, στρίβοντας ένα τσιγάρο, κάνανε τον απολογισμό της μέρας, συζητούσαν για τα κοινά, για την πορεία των καλλιεργειών.
Δίπλα στον Άγιο Δημήτριο βρισκόταν και το νεκροταφείο. Η θέση του όμως ήταν διακριτική. Εξάλλου αυτό που ξεχώριζες, σε εκείνα τα χρόνια, ήταν ξύλινοι σταυροί, το πολύ κάποιος πέτρινος. Ίσως γιατί ήταν δύσκολο να μεταφέρουν τους νεκρούς μακριά. Άναβαν πιο εύκολα ένα κερί. Ίσως συμβιβάζονταν και αποδέχονταν ευκολότερα το θάνατο.
Ένα δίκτυο σοκακιών εξυπηρετεί το χωριό. Από όλες τις γειτονιές τα σοκάκια, οδηγούν στο κέντρο. Στο σχολείο και την εκκλησία.
Στα ανηφορικά τους τμήματα είναι φτιαγμένα με καλντερίμια. Είναι έτσι πιο σταθερά. Δεν γλιστρούν στο χιόνι.
Αλλά και η κεντρική πηγή – βρύση, στου Τσόλκα, είναι στο κέντρο του χωριού και εύκολα προσβάσιμη. Στο σταυροδρόμι των σοκακιών.
Εκεί συγκεντρώνονται κάθε βράδυ οι γυναίκες και περιμένοντας τη σειρά τους να γεμίσουν τη βαρέλα με νερό, συζητάνε και τα νέα του χωριού.
Οι άλλες δυο πηγές ήταν η «καλοκαιρινή» , ανατολικά, και η πηγή «στης Σκάλας το Ρέμα», δυτικά.
Η πηγή αυτή έδωσε το 1963 το νερό της για την κατασκευή του υδραγωγείου, που έφερε άφθονο νερό σε κάθε γειτονιά και αργότερα σε κάθε σπίτι.
Η κατασκευή του υδραγωγείου ήταν μια σημαντική βελτίωση στη ζωή του χωριού. Σταμάτησε το κουβάλημα του νερού με τη βαρέλα και περισσότερο η ταλαιπωρία των γυναικών με το πλύσιμο των ρούχων.
Χώροι συνάντησης, βασικά των ανδρών, ήταν και τα δυο καφενεία- καφεπαντοπωλεία του χωριού.
Αλλά και κέντρα μιας στοιχειώδους εμπορικής κίνησης. Μπορούσες να βρεις από πετρέλαιο για τις λάμπες και τα λυχνάρια, μέχρι τρόφιμα, απλά υφάσματα, ακόμα και φάρμακα.
Σφάζανε και ζώα, εμπορεύονταν δέρματα και καρύδια. Το ένα βρίσκονταν στο πάνω χωριό και το άλλο στο κάτω.
Τα καφενεία ήταν χώροι με ζωή. Συνέβαλαν στη συνοχή και τη λειτουργία του χωριού.
Το κάθε σπίτι έχει την αυλή του και έναν κήπο οπωσδήποτε κοντά στο σπίτι, εύκολα προσβάσιμο.
Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις βρίσκονται και μέσα στο χωριό αλλά και πιο μακριά.
Ένα δίκτυο από δρόμους – μονοπάτια οδηγεί στα χωράφια. Η συντήρησή τους είναι βασικά ευθύνη των ιδιοκτητών των χωραφιών.
Οι βοσκότοποι είναι ακόμα πιο μακριά, στην τρίτη ζώνη. Η κάθε οικογένεια ή καλύτερα το σόι, βόσκει τα ζωντανά του σε συγκεκριμένη περιοχή, έχει το δικό του γύρισμα, φροντίζοντας τα μονοπάτια πρόσβασης.
Η επικοινωνία με τα διπλανά χωριά, εξασφαλίζεται με ένα δίκτυο δρόμων που η φροντίδα τους είναι ευθύνη όλης της κοινότητας και συνήθως γίνεται με «προσωπική εργασία», υποχρεωτική για όλα τα μέλη της κοινότητας.
Περισσότερο προσεγμένοι είναι οι δρόμοι που συνδέουν με τα εμπορικά κέντρα της περιοχής. Τον Προυσό παλιότερα (ήταν και το προσκύνημα της Παναγίας της Προυσιώτισσας που επέβαλε τη συντήρηση του δρόμου) και κυρίως με το Θέρμο. Παλιότερα από «κόκκινα Διάσελα» και Δρυμώνα, αργότερα μέσα από το Νεροχώρι, Δρυμώνα. Αυτός ήταν ο ένας δρόμος, ο «από πάνω», που έκλεινε όμως εύκολα το χειμώνα με τα χιόνια.
Ο άλλος ήταν ο «από κάτω» μέσα από την Αμβρακιά, Μελίγκοβα. Ήταν λίγο πιο μακρύς, αλλά δεν έκλεινε ποτέ και κυρίως τον χειμώνα τον ακολουθούσαν υποχρεωτικά. Αυτός ο δρόμος ένωνε το χωριό με το συνοικισμό του Τσορνόκου, με τον Άγιο Γεώργιο και με το Μύλο. Άρα ήταν πάντα προσεγμένος.
Αλλά και οι δρόμοι προς τα υπόλοιπα χωριά έπρεπε να είναι συνέχεια συντηρημένοι. Υπήρχαν πάντα σχέσεις ανάμεσα στα χωριά, συγγενικές, οικονομικές, κίνηση μαστόρων κ.λπ., υπήρχε επικοινωνία, άρα και ανάγκη για καλά διατηρημένους δρόμους.
Η Κοινότητα φροντίζει τους δρόμους προς τα γειτονικά χωριά. Μέχρι τα όριά της. Από εκεί και πέρα φροντίζουν οι γείτονες.
Η διαμόρφωση των δρόμων αναδεικνύει τη στενή σχέση των ανθρώπων με το φυσικό τους περιβάλλον. Η επιλογή της διαδρομής λαμβάνει υπόψη της την σταθερότητα του εδάφους, την επικινδυνότητα από κατολισθήσεις και πτώσεις βράχων, το αν κλείνει ή όχι με τις βροχές και τα χιόνια, την κλίση του δρόμου και φυσικά την απόσταση.
Υποχρεωτικά δίνουν στους δρόμους και τα μονοπάτια πολλές στροφές, πολλά «καγκέλια». Χάνουν σε απόσταση αλλά κερδίζουν σε ευκολία. Κάνουν το δρόμο προσβάσιμο.
Υπάρχουν βέβαια και μονοπάτια που είναι μόνο για πεζούς ανθρώπους και όχι για ζώα φορτωμένα. Μπορεί να είναι στενά και ανηφορικά. Εξυπηρετούν όμως τη γρήγορη πρόσβαση. Γενικά οι άνθρωποι περπατάνε πολύ, διανύουν, πολλές φορές καθημερινά, σημαντικές αποστάσεις. Είναι ο τρόπος ζωής τους.