Όπως ολόκληρος ο οικισμός έχει τη λογική του και διέπεται από τις αρχές του, το ίδιο συμβαίνει και στην οικοδόμηση των κατοικιών.
Το πρώτο είναι η προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον. Επιλέγουν στέρεα εδάφη. Για μεγαλύτερη σταθερότητα της κατασκευής, αυτή τοποθετείται εγκάρσια σε σχέση με το έδαφος. Η κάτοψη των σπιτιών είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με την μεγάλη πλευρά παράλληλη στην πλαγιά του βουνού. Δίνεται έτσι και ένας προσανατολισμός με τις μεγάλες πλευρές των σπιτιών νότιο – ανατολικά.
Σχεδόν όλα τα σπίτια έχουν τον ίδιο προσανατολισμό. Έτσι προστατεύονται από το βοριά και αξιοποιούν στο μέγιστο βαθμό τον ήλιο. Προς τα νότια κατασκευάζονται κατά κανόνα οι είσοδοι και τα πολλά παράθυρα. Επίσης, τα καθιστικά δωμάτια των σπιτιών.
Προς το βορρά έχουμε λίγα και μικρότερα παράθυρα, καθώς και τα δωμάτια που χρησιμοποιούνται λιγότερο.
Η καλή θέα μπορεί να μην είναι το κυρίαρχο, αλλά δεν είναι και ασήμαντο κριτήριο.
Σπάνια βρίσκεται κάποιο μεγάλο πλάτωμα για να κτιστεί ένα σπίτι και να διαθέτει και την απαραίτητη αυλή. Συνήθως χρησιμοποιούνται δύο πεζούλες, με το απαραίτητο σκάψιμο. Έτσι ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού βρίσκεται χωμένο στο έδαφος.
Ξεχωρίζουν ως κτίρια το σχολείο και οι εκκλησίες. Οι κάτοικοι καμαρώνουν για το συλλογικό, για το κοινό. Το θεωρούν κτήμα όλων. Κτίζονται με πιο προσεγμένα υλικά, κυρίως άσπρη πέτρα και αμμοκονίαμα – «κερέτσι», και βρίσκονται σε περίοπτες θέσεις. Ο Άγιος Δημήτριος κτίζεται στο κέντρο του χωριού, πάνω στο αρχαίο τείχος που μέρος του σώζεται ακόμα. Στον ίδιο χώρο εντοπίζονται και απομεινάρια αρχαίου κτίσματος. Η θέση αυτή εξασφαλίζει την καλύτερη θέα και σίγουρα εξασφάλισε και τα απαραίτητα υλικά για το κτίσιμο.
Αντίστοιχα ισχύουν για τον Άγιο Γεώργιο.
Έκτισαν τα σπίτια τους απλά και λειτουργικά. Δεν κάνουν επίδειξη πλούτου, που άλλωστε δεν διαθέτουν. Είναι ισόγεια ή διώροφα όπου το ισόγειο χρησιμοποιείται ως εργαστήριο, αποθηκευτικός χώρος ή για τη στέγαση των ζώων και ο όροφος για την οικογένεια. Αξιοποιούν τα υλικά που τους προσφέρει ο τόπος τους. Την πέτρα και το ξύλο.
Για τις γωνίες των σπιτιών και τα πορτοπαράθυρα, χρησιμοποιούν την ασπροκόκκινη πέτρα του ασβεστόλιθου, που πελεκιέται ευκολότερα και είναι περισσότερο εμφανίσιμη, αλλά βγαίνει σχετικά μακριά, στη «Σκάλα», και πρέπει να κουβαληθεί. Για τις μεγάλες επιφάνειες χρησιμοποιούν την κιτρινόμαυρη πέτρα, την «κέχρινη», που βρίσκεται ευκολότερα, μέσα στον οικισμό και συνήθως στο μέρος που κτίζεται το σπίτι, άρα δε χρειάζεται μεταφορά.
Από σχετικά μακριά και πάλι από την περιοχή της Σκάλας βγάζουν και μεταφέρουν τις σχιστόπλακες για τις στέγες των σπιτιών και των καλυβιών τους.
Κτίζουν τα σπίτια τους με παχείς, θερμομονωτικούς τοίχους χρησιμοποιώντας πέτρα και λάσπη. Έτσι εξασφαλίζουν ζέστη το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι.
Τις εσωτερικές διαιρέσεις τις κάνουν με τσατμάδες. Στηρίζουν στροπίτσες σε απόσταση ενός μέτρου η μια από την άλλη και πάνω σε αυτές καρφώνουν οριζόντια λεπτά κομμάτια ξύλου, βγαλμένα από τον κορμό έλατου, ή σανίδες. Επαλείφουν την εξωτερική επιφάνεια με λάσπη. Το κενό που δημιουργείται λειτουργεί σαν τέλειο μονωτικό.
Μέχρι και περίπου το 1960 παρήγαγαν οι ίδιοι τον ασβέστη που χρειάζονταν στις οικοδομές τους. Υπάρχει και σήμερα τοποθεσία «Ασβεσταριές».
Το δάσος του έλατου προσέφερε την απαραίτητη ξυλεία για τις κατασκευές τους. Μαδέρια για τα πατώματα, τις στέγες, τις ξυλοδεσιές, σανίδια για τα πατώματα, τα ταβάνια, τα πορτοπαράθυρα, τα ντουλάπια, τα κασόνια.
Στα υπέρθυρα χρησιμοποιούν τον κέδρο, δεν σαπίζει ποτέ, ή και ξύλο καστανιάς.
Η στέγη προεξέχει αρκετά για να προστατεύεται ο τοίχος από τη βροχή.
Πολλές φορές κατασκευάζεται στην είσοδο ένας μεγάλος ημιυπαίθριος χώρος, η «κρεβάτα». Προστατεύει την είσοδο και είναι ένας χώρος χρήσιμος.
Στα διώροφα ένα μπαλκόνι στη νότια πλευρά αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο.
Ο κυρίως όροφος αποτελείται από ένα μικρό χωλ και από δυο ή συνήθως τρία δωμάτια. Το ένα είναι το καθιστικό, το χειμωνιάτικο, όπου κυριαρχεί ένα μεγάλο τζάκι και περνάει το χρόνο της όλη η οικογένεια. Καίει κούτσουρα αλλά και τις λατσούδες, ό,τι απέμεινε από τα κλαδιά του έλατου αφού έφαγαν τα τρυφερά βλαστάρια τα ζώα.
Υπάρχει και το «καλό» δωμάτιο για τις επισκέψεις στις γιορτές.
Πολλές φορές δυο δωμάτια χωρίζονται με ξύλινη πόρτα, τετράφυλλη, που ανοίγει για τις γιορτές και κυρίως για τους γάμους.
Το σπίτι του χωριού δεν είναι μόνο το κυρίως κτίριο. Είναι ένας συγκρότημα κτισμάτων με χώρους διαφορετικών χρήσεων και την αυλή.
Η κουζίνα, όπου καίει σχεδόν συνέχεια η φωτιά και μπαίνει η γάστρα είναι είτε μέσα στο κυρίως σπίτι ή δίπλα σε αυτό μέσα στην αυλή, μια πιο απλή κατασκευή. Στο χώρο της αυλής, αλλά κοντά στο σπίτι στέκεται πολλές φορές και ο φούρνος.
Η αυλή είναι ένας χώρος λειτουργικός. Όταν ο καιρός είναι καλός, η οικογένεια περνάει τον ελεύθερο χρόνο της και παίζουν τα παιδιά. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και ως χώρος εργαστηρίου.
Ένα τμήμα της αυλής είναι οπωσδήποτε πλακόστρωτο. Εκεί «στουμπίζουν» – ξεσπυρίζουν το καλαμπόκι με το δραύλι, τρίβουν τη ρίγανη, λιάζουν το καλαμπόκι και τα φασόλια για να στεγνώσουν καλά πριν την αποθήκευση.
Κάποια μεγάλα δέντρα ή κληματαριές εξασφαλίζουν τον απαραίτητο ίσκιο.
Λουλούδια στολίζουν τις αυλές με πιο χαρακτηριστικά τις ορτανσίες, το βασιλικό, τα γεράνια, τις μολόχες, τα χρυσάνθεμα, τις τριανταφυλλιές. Σαν λίπασμα για τα λουλούδια τους χρησιμοποιούν κυρίως το καστανόχωμα .
Στο ίδιο συγκρότημα βρίσκουμε συνήθως και ένα μεγάλο καλύβι για τη στέγαση των ζώων και την αποθήκευση των ζωοτροφών και των εργαλείων.
Συνήθως τα καλύβια είναι διώροφα. Στο ισόγειο στεγάζονται τα ζώα και στον όροφο, που επικοινωνεί εσωτερικά, αποθηκεύονται οι ζωοτροφές.
Πολλές φορές τα ζώα στεγάζονται στο ισόγειο του σπιτιού.
Καλύβια όμως κτίζονται και μακριά, στα χωράφια με τις ίδιες χρήσεις. Όλα τα κτίσματα έρχονται να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες και εκφράζουν έναν τρόπο ζωής.
Συνήθως σε κάθε κτίσμα υπάρχει και η κτητορική επιγραφή με το έτος κατασκευής και τα αρχικά του ιδιοκτήτη.