Ενασχόληση με τη γεωργία, για το ψωμί και τα άλλα...

Το ψωμί είναι η βάση της διατροφής και γι’ αυτό η εξασφάλιση του ψωμιού της χρονιάς γίνεται κυρίαρχη έγνοια της κάθε οικογένειας.

Δήμητρα Σωτηροπούλου, κάτοικος χωριού:

Όλα τα άλλα τα βολεύαμε. Αλλά αν άνοιγες το αλευροκάσονο και δεν είχε τίποτα μέσα… Λέγαμε, θα ‘χουμε τα Χριστούγεννα ψωμί; Θα ‘χουμε το Πάσχα;

Η ενασχόληση με τη γεωργία αποβλέπει στην παραγωγή του απαραίτητου καλαμποκιού και σιταριού. Η ποσότητα που χρειάζεται κάθε οικογένεια, ανάλογα με τα άτομα που την αποτελούν, εκτιμιέται από την εμπειρία τους.

Μια πολυμελής οικογένεια χρειαζόταν περίπου 30 με 40 κάδους καλαμπόκι και σιτάρι για να έχει εξασφαλισμένο το ψωμί της χρονιάς. Αν περισσέψει, θα δώσουν και στα ζώα. Εξάλλου περίπου το ένα τρίτο του καρπού έβγαινε πίτουρο που δινόταν ως τροφή στις κότες και το γουρούνι.

Η γεωργία ήταν η κύρια ασχολία. Αλλά οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν λιγοστές και τα εδάφη άγονα. Έπρεπε να διαμορφωθούν στις πλαγιές των βουνών καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι πεζούλες ή αναβαθμίδες.

Οι πεζούλες διαμορφώθηκαν με την κατασκευή τοίχων αντιστήριξης, με ξερολιθιές. Για τις ξερολιθιές χρησιμοποιούνται οι πέτρες που βγαίνουν από το ξελάκκωμα και το καθάρισμα των εκτάσεων. Κάποτε είναι τόσες πολλές που περισσεύουν και συγκεντρώνονται σε σωρούς, τους «Βολιούς».

Οι ξερολιθιές, σύμβολο μόχθου αιώνων, δεν κτίζονται από ειδικούς τεχνίτες. Όλοι μπορούν να χτίσουν μια ξερολιθιά. Αποτελεί χαρακτηρισμό ανθρώπου εντελώς ανίκανου ή φράση: «δεν μπορεί να χτίσει ούτε χωραφότοιχο».

Με τις ξερολιθιές και τις πεζούλες διαμορφώνονται καλλιεργήσιμες εκτάσεις και προστατεύονται από την διάβρωση των νερών. Η προστασία των εδαφών από τη διάβρωση ήταν μια συνεχής φροντίδα για τους κατοίκους ενός χωριού κτισμένου σε πλαγιά βουνού. Ο καθένας φρόντιζε να ανοίγει αποστραγγιστικά αυλάκια στα χωράφια του και να οδηγεί τα νερά στο πλησιέστερο ρέμα.

Αν κατά τη διαμόρφωση αυτή προέκυπτε μια μεγάλη σε πλάτος πεζούλα την ονόμαζαν «λάκα» και αποτελούσε ένα προνομιακό χωράφι. Έχουν διασωθεί και σχετικά τοπωνύμια «Στου Χειμώνα τη λάκα», «κομμένη λάκα» κλπ.

Χρησιμοποιούν για το όργωμα βόδια σε ζευγάρια, με το ξύλινο «ησιόδειο» άροτρο και το ζυγό. Κατά κανόνα η κάθε οικογένεια συντηρούσε ένα βόδι, οπότε χρειαζόταν να βρει ένα σέμπρο και να κάνουν μαζί τα οργώματα. Πετυχαίνεται έτσι συνένωση δυνάμεων για το όργωμα, με ελαχιστοποίηση του κόστους συντήρησης των ζώων.

Αργότερα το ζευγάρι των βοδιών αντικαταστάθηκε από ένα σκληροτράχηλο μουλάρι και το ξύλινο άροτρο με σιδερένιο.

Πέρα από το όργωμα με το αλέτρι συνόδευαν τη δουλειά στο χωράφι όλοι οι δυνάμενοι να χρησιμοποιούν το τσαπί. Το αλέτρι δεν έφτανε παντού. Οι «άκρες», ο «πάτος» που ήταν φυτεμένα τα κλήματα και έπρεπε να σκαφτεί καλά και η «ρίζα» κάθε πεζούλας, ήταν ανάγκη να σκαφτούν με το τσαπί, με τα χέρια.

Τα καλλιεργήσιμα εδάφη ήταν κατά κανόνα σκληρά και πετρώδη. Γι’ αυτό και το όργωμα με τα ζωντανά και πολύ περισσότερο το σκάψιμο με το τσαπί και το δικέλι ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικά.

Τα εργαλεία, τσαπιά, αλέτρια συχνά έσπαζαν. Άνθρωποι και ζώα κυριολεκτικά πότιζαν το χώμα με τον ιδρώτα τους.

Στο όργωμα έβγαιναν «μπλάνες», μεγάλες ποσότητες από σκληρό χώμα. Αυτό έπρεπε να σπάσει με το τσαπί ή το δικέλι.

Για την ίδια δουλειά χρησιμοποιούσαν και τη «σβάρνα», φτιαγμένη με ξύλα που τη σέρνανε τα ζώα, βόδια ή μουλάρια, ενώ πάνω της ανέβαινε κάποιος για να έχει μεγαλύτερο βάρος.

Η καλλιέργεια των χωραφιών έπρεπε να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερα και για αυτό το όργωμα σήμαινε κινητοποίηση όλων των δυνάμεων.

Επειδή ο σπόρος έπρεπε να πέσει σωστά, σε σωστές αποστάσεις και χωρίς σπατάλες, κάποιος, συνήθως μικρός επειδή η δουλειά αυτή θεωρούνταν εύκολη, πήγαινε πίσω από το αλέτρι και έριχνε το σπόρο, σπυρί –σπυρί.

Το χωριό αντηχούσε από τα σαλαγήματα των ζευγάδων και τα κτυπήματα των τσαπιών. Ήταν σαν γιορτή και ας είχε κούραση. Γιατί ήταν η ευλογημένη κούραση για το ψωμί.

Όπως περιγράφει η Βασιλική Ν. Καραγεώργου στις «Μικρές ιστορίες» της:

Όλο το χωριό έσφυζε από ζωή και παντού ακούγονταν φωνές. Συγκεκριμένα εμένα μου έχουν μείνει στη μνήμη μου τα λόγια που έλεγαν στα ζώα την ώρα του οργώματος. Θυμάμαι τον αείμνηστο Νίκο Τσόλκα να λέει: «άϊντε ρούσα μ’, άϊντε παλικάρι μ’», τον αείμνηστο Κώστα Ντούρο να λέει «τσκο τρυγόνα μ’, τσκο μαυρέλα μ’», τον αείμνηστο πατέρα μου να λέει «γαμωτοστα», τον αείμνηστο Βασίλη τον Καραγεώργο «άϊντε διάολε…» και διάφορα άλλα.

Καλλιεργούν ό,τι μπορεί να καλλιεργηθεί και τους είναι χρήσιμο. Καλαμπόκι και σιτάρι για το ψωμί, κυρίως το καλαμπόκι. Γιατί η καλλιέργειά του είναι περισσότερο αποδοτική και έχει λιγότερο ρίσκο. Γίνεται τους καλοκαιρινούς μήνες και εξαρτάται μόνο από το νερό, το οποίο υπήρχε.

Καλλιεργούν και όσπρια. Φασόλια, φακές, ρεβίθια. Και πατάτες. Και τριφύλλι για ζωοτροφή. Συνδυάζουν στο ίδιο χωράφι πολλά είδη. Καλαμπόκι, φασόλια – που αναρριχώνται στο καλαμπόκι, κολοκύθια – πολύτιμα για τροφή ανθρώπων και ζώων, λάχανα και άλλα.

Δεν είναι όλα τα χωράφια κατάλληλα για όλες τις καλλιέργειες . Η μακρόχρονη εμπειρία τους έχει διδάξει τι πρέπει να καλλιεργηθεί και πού, π.χ. φακές στη Βλάσανη και στo Κοκκινάλωνο, φασόλια στη Στουρνάρα.

Τα οπωροφόρα δέντρα -μηλιές, κερασιές, καρυδιές, κυδωνιές κ.λπ.- τα θέλουν – και ευδοκιμούν στο χωριό, αλλά τα φυτεύουν στις άκρες των χωραφιών. Για να μην τα ισκιώνουν και επειδή «στον ίσκιο δεν γίνεται τίποτα».

Στον κήπο καλλιεργούν τομάτες, αγγούρια, φασόλια, πατάτες. Τα κηπευτικά προτιμούν να τα φυτεύουν σε «γούρνες». Η πείρα τους έχει διδάξει πως είναι αποδοτικότερο. Η λίπανση γίνεται καλύτερα, κρατιέται πιο πολλή υγρασία, με το σκάλισμα συσσωρεύουν πιο εύκολα χώμα στη ρίζα του φυτού.

Πολλές φορές κάνουν εναλλαγή καλλιεργειών. Τη μια χρονιά σιτάρι, την άλλη καλαμπόκι.
Καλλιεργούν τα χωράφια που μπορούν να ποτιστούν, τα ποτιστικά, αλλά και τα άνυδρα, αυτά που δεν ποτίζονται, στην πιο μακρινή ζώνη. Δίνουν μικρή παραγωγή, αλλά δίνουν ζωοτροφές, κρατούν τα άγρια ζώα, αλεπούδες και ασβούς, μακριά από τα ποτιστικά και πιο παραγωγικά. Αποφεύγουν έτσι τις ζημιές.

Η δουλειά ήταν σκληρή αλλά δεν βαρυγκωμούσαν. Ήταν βέβαιοι πως οι κόποι τους θα έχουν αποτέλεσμα. Θα έρθει ο καιρός του θερισμού, ο καιρός της συγκομιδής που παίρνει το χαρακτήρα γιορτής.

Τα σιτάρια θημωνιάζονταν γύρω από τα αλώνια και περίμεναν τη σειρά τους. Το μεγαλύτερο αλώνι ήταν αυτό στο «Σταυρό». Είχε και καλό αέρα για το λίχνισμα. Στο κέντρο του αλωνιού ήταν στημένος ο «στρίουρος».

Ένας μεγάλος πάσσαλος, συνήθως κέδρινος, από τον οποίο δενόταν το ζώο, συνήθως μουλάρι και έκανε κύκλους μέχρι να τυλιχτεί όλο το σχοινί του. Και μετά άρχιζε η αντίστροφη πορεία. Και πάλι από την αρχή. Και μετά το λίχνισμα για να βγει ο καρπός.

Άλλα αλώνια ήταν αυτό στου «Ταλαγάνη» στις «πλάκες», στα «κουριά» , στου Ντούρου, στο «Πλάι». Τα δύο πρώτα ήταν πλακοστρωμένα για να τρίβονται πιο εύκολα τα στάχια. Τα άλλα ήταν χωμάτινα που τα άλειβαν με σβουνιές. Υπήρχε και τοποθεσία «Στα αλώνια». Πρέπει να υπήρχαν παλιότερα εκεί αλώνια.

Με το πρώτο σιτάρι φτιαχνόταν λειτουργιά για την εκκλησία και «μπουγάτσα», ένα ψωμί χωρίς προζύμι, με κεντίδια πάνω του.

Με τη συγκομιδή του καλαμποκιού σημαντική στιγμή ήταν τα ξεφλουδίσματα.

Συγκεντρώνονταν τα βράδια, σήμερα εδώ- αύριο αλλού, μεγάλες παρέες γύρω από το σωρό του καλαμποκιού και ξεφλούδιζαν. Θα μπορούσε η κάθε οικογένεια να ξεφλουδίζει το δικό της. Αλλά προτιμούσαν την παρέα.

Τραγουδούσαν, έλεγαν αστεία και πειράζονταν μεταξύ τους, θυμόντουσαν τα παλιά, έλεγαν ιστορίες. Σαν αυτές του Αριστείδη του Ταλαγάνη που επινοούσε ξωτικά, φαντάσματα και άγρια θηρία, μιμούμενος και τα ουρλιαχτά τους, για να κρύβονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους τις νύχτες και αυτός με την ησυχία του να ξεδιαλέγει τα σταφύλια, τα σύκα και τα άλλα κηπευτικά τους…

Κάποια στιγμή έρχονταν και τα βρασμένα νέα κάστανα.. Ο σωρός του καλαμποκιού τελείωνε γρήγορα, πιάνονταν και στο χορό και πήγαιναν για ύπνο γαλήνιοι.

Γιωργίτσα Κωνσταντινίδη, κάτοικος χωριού:

Τότε που μαζεύαμε τα καλαμπόκια, το Σεπτέμβριο, τα βάναμε όξω στην αποθήκη, στ’ αλώνι και το βράδυ λέγαμε στη γειτονιά: απόψε ξεφλουδάμε, θα ρθείτε απόψε να ξεφλουδίσουμε». Μαζώνομασταν καμιά κοσαριά, περισσότεροι… Άϊγες, τ’ αστεία, άϊγες τα τραγούδια… Τελειώναμε το ξεφλούδ’ και πιάνομασταν στο χορό. Δε μας ένοιαζε, αν πέρασε η νύχτα κι αν είχαμε να σηκωθούμε το πρωί να πάμε για δλειά. Δε μας ένοιαζε, ας κάθομασταν όλη νύχτα κι ας ρχόμασταν γυροβολιά. Γιατί είμασταν νέοι… Και χαρδιάκζαμε… Ας είμασταν ταλαιπωρημένοι…

Οι ρόκες του καλαμποκιού στέγνωναν για κάποιες μέρες στον ήλιο και τις ξεσπυρίζανε κτυπώντας τις με το δραύλι στο αλώνι για να βγει ο καρπός. Αυτός έπρεπε να λιαστεί για κάποιες μέρες, να στεγνώσει καλά, να πάει στο κασόνι.

Και από το κασόνι στο μύλο. Για να γίνει αλεύρι και μετά ψωμί.

Μετά το ψωμί πρέπει να εξασφαλιστεί και το κρασί που είναι απαραίτητο σε κάθε σπίτι και σε κάθε γεύμα. Είναι ευλογημένο από την Εκκλησία και οι άνθρωποι το τιμούν ιδιαίτερα, καθώς πίνοντάς το παίρνουν δύναμη και νιώθουν καλύτερα.

Δημήτρης Καραγεώργος, Αγροφύλακας:

Αν πά’αινες στο Αργυρό Πηγάδι, να σκαλίσεις, να ποτίσεις κ,λ.π. Άμα είχες 1,5 – 2 κιλά κρασί και μια μουσούντρα, άμα τά’ χες αυτά τα πράματα, δούλευες ως τα μεσάνυκτα.

Για αυτό η καλλιέργεια των κλημάτων απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα και συγκεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον κάθε νοικοκύρη.

Τα κλήματα χρειάζονται κλάδεμα, κορφολόγημα, διάλεγμα, ράντισμα με χαλκό, -ή ψεκαστήρα στην πλάτη, θειάφισμα με το φυσερό, τρύγημα, πολλές φορές πάτημα στο χωράφι, «στούμπισμα» στον «τάλαρο» με το «στούμπο» και μεταφορά με ασκιά, τις «μασίνες», ή μεταφορά με τις «ξυλόκασες» και πάτημα στη συνέχεια, «πάτημα» της κάδης με κλαδιά, τράβηγμα του κρασιού, αφού βράσει ο μούστος, αποθήκευση στα βαρέλια αφού αυτά καθαριστούν καλά, ρετσίνωμα του κρασιού.

Όποιος δεν τα κατάφερνε προφανώς δε μπορούσε να θεωρηθεί νοικοκύρης.

Καλλιεργούσανε ποικιλίες προσαρμοσμένες στο κλίμα του χωριού. Ξεχωρίζανε τα «μαυρούδια» ή «πρωιμάδια», τα μελισσάκια, οι ασπρούδες, τα φιλέρια, τα πολίτια, το κερκυραίο. Τα αετονύχια δεν έδιναν κρασί, τα κρέμαγαν μέσα στο σπίτι, συνήθως από το ταβάνι, και έτρωγαν όλο το χειμώνα.

Τα σταφύλια ωριμάζανε καλύτερα στα χαμηλότερα μέρη του χωριού, στο Τζορνόκο και τη Τζουνάγκα. Όταν ο καιρός δεν πήγαινε καλά λέγανε στο χωριό για τα σταφύλια:

Φέτος δεν θα γίνουν ούτε στη Θεοτόκο.

Δημήτρης Καραγεώργος:

Είχανε κρασιά όμως τότε. Πολλά κρασιά. Αλλά κρασιά όμως απ΄τη Τζονάγκα, και το Τζορνόκο. Γίνονται τώρα κρασιά στη Μπλούλα και την Κρυάβρυση; Έπινε ο κόσμος και δούλευε. Τα περιποιόταν τα κλήματα. Δεν έπαιρνε καλαμπόκι για τα παιδιά και έπαιρνε υλικά, θειάφι, για τα κλήματα.

Με το κρασί είναι συνυφασμένη και η παραγωγή του τσίπουρου. Το χρειάζονται για τον εαυτό τους, αλλά το προσφέρουν και στους μουσαφίρηδες. «Βάλε μας ένα τσίπουρο» είναι η συνηθισμένη εντολή του σπιτονοικοκύρη στη γυναίκα του όταν κάποιος έρχεται στο σπίτι για δουλειά ή και κουβέντα. Αφού παίρνανε το μούστο, τα υπόλοιπα των πατημένων σταφυλιών τα βράζανε στο ρακοκάζανο για να πάρουν το τσίπουρο, με απόσταξη.

Μετά τις καλλιέργειες που εξασφαλίζουν το ψωμί έρχεται η φροντίδα του κήπου. Το κάθε νοικοκυριό έχει τον κήπο του και σε θέση σχετικά κοντά στο σπίτι ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση. Εκεί θα καλλιεργήσουν φασόλια, πατάτες, κρεμμύδια, πράσα, σκόρδα, τομάτες, αγγούρια και πολλά άλλα λαχανικά και μυρωδικά. Ο στόχος είναι, πηγαίνοντας η νοικοκυρά στον κήπο, πάντα κάτι να βρίσκει.

Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούν είναι ντόπιες, δοκιμασμένες χρόνια. Θα ρίξουν και, αναλογικά, περισσότερη κοπριά στον κήπο, συνολικά τον φροντίζουν ιδιαίτερα. Υπάρχει και πρόνοια στους κανονισμούς ποτίσματος για να ποτίζονται οι κήποι, τα «κήπια», πιο τακτικά από τα καλαμπόκια και τα τριφύλλια.

Και η φροντίδα έχει αποτελέσματα. Όχι μόνο καλύπτονται οι ανάγκες του νοικοκυριού, αλλά θα περισσέψει και κάτι να πουλήσουν.

Αυτά που δίνει ο κήπος θα γίνουν η βάση της διατροφής τους. Και η κάθε νοικοκυρά θα δείξει την τέχνη και την αξιοσύνη της στο πως θα τα μαγειρέψει. Αν θα τα βάλει στο ταψί – στη γάστρα ή στην κατσαρόλα και στο τι θα προσθέσει, ανάλογα με την εποχή και τις συνθήκες.

Και είναι πραγματικά άξιες οι γυναίκες του χωριού. Να γυρίζουν από τις δουλειές και να φτιάχνουν γρήγορα μια «μουσούντρα» ένα είδος πρόχειρης χορτόπιτας χωρίς φύλλο, με χυλό από καλαμποκίσιο αλεύρι, ή μια ζυμαρόπιτα, με καλαμποκίσιο ή σιταρένιο αλεύρι, με τυρί, αυγά και βούτυρο, πολλές φορές και κολοκύθι τριμμένο.

Όταν έχουν την πολυτέλεια χρόνου να ανοίξουν φύλο φτιάχνουν συνήθως χορτόπιτα με ό, τι δίνει ο κήπος τους και η άγρια φύση. Το βουνό έχει μια πλούσια ποικιλία από άγρια χόρτα που τα προσφέρει χωρίς καλλιέργεια. Και οι γυναίκες του χωριού ξέρουν να τα βρίσκουν- στις πεζούλες, στους τοίχους, στις πλαγιές και να τα φέρνουν στο τραπέζι της οικογένειας.

Η κολοκυθόπιτα επίσης είναι συνηθισμένη πίτα. Τα κολοκύθια τα έχουν άφθονα .
Στις γιορτές φτιάχνουν οπωσδήποτε μακαρονόπιτα. Είναι η καλή πίτα. Άλλες πίτες που φτιάχνουν είναι η τυρόπιτα, η τραχανόπιτα, η κρεατόπιτα- με χοιρινό κρέας και συνήθως με τραχανά ή χυλοπίτες.

Το λάδι δεν το έχουν μπόλικο. Το αναπληρώνουν με βούτυρο, ή με χοιρινό λίπος, τη γλίνα.

Γενικά, φροντίζουν να καλύπτουν τις ανάγκες όλης της χρονιάς αξιοποιώντας κάθε τι που παράγουν. Έτσι, όταν πιάνει το κρύο και κάποιες τομάτες του κήπου δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν , θα συγκεντρωθούν και θα γίνουν τουρσί για το χειμώνα. Τίποτα δε πάει χαμένο.

Οι αγροτικές δουλειές χρειάζονται και εργαλεία. Τα προμηθεύονταν από το Θέρμο.
Κάποια απλά, ξύλινα, τα φτιάχνουν οι ίδιοι.

Το νερό

Καλλιέργεια σημαίνει νερό και νερά η περιοχή του χωριού έχει, αλλά οι πηγές δεν βρίσκονται πάντα κοντά στις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Η μεταφορά του νερού από τις πηγές στο χωράφι δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Και φυσικά ποτέ το νερό δεν είναι τόσο πολύ που να μην απαιτείται συνετή διαχείριση.

Απαιτείται να πιαστεί το νερό, να γίνει η «δέση» και να διαμορφωθεί ένα αυλάκι για τη μεταφορά του, που μπορεί να έχει μήκος κάποια χιλιόμετρα όπως αυτό που μεταφέρει το νερό της πηγής του Γαρδικιώτη στο χωριό.

Απαιτείται να κτιστούν τοίχοι σε σημεία δύσκολα και να τοποθετηθούν ξύλινα ή μεταλλικά καλάνια. Αργότερα το νερό αυτό μεταφέρθηκε με σωλήνες κατά μήκος του δρόμου.

Με τα αυλάκια το τρεχούμενο νερό διοχετεύεται κατ’ ευθείαν στα χωράφια ή αποθηκεύεται τις νυκτερινές ώρες σε υδατοδεξαμενές που το πρωί ανοίγουν και ελευθερώνονται ένας ή δυο «ποτιστάδες».

Η παλιά χωμάτινη δεξαμενή βρισκόταν στο κέντρο του χωριού, στη θέση της σημερινής πλατείας, όπου είναι τώρα οι τσιμεντένιες δεξαμενές που την αντικατέστησαν.

Κάθε άνοιξη πρέπει να «βγάλουν», δηλαδή να συντηρήσουν τα χωμάτινα αυλάκια και τις χωμάτινες δεξαμενές. Ο κάθε δικαιούχος υποχρεούται να συντηρήσει ένα τμήμα του αυλακιού και της στέρνας, ανάλογα με το νερό που δικαιούται. Το τμήμα αυτό αλλάζει σε θέση από χρόνο σε χρόνο, γιατί δεν είναι όλες οι θέσεις της ίδιας δυσκολίας.

Τα περισσότερα χωράφια του χωριού αρδεύονταν από το νερό του Γαρδικιώτη. Κάθε μέρα πότιζαν 3 δικαιούχοι παράλληλα. Ο ένας με το νερό που ερχόταν από την πηγή και οι άλλοι δύο με το νερό που έβγαινε από τη δεξαμενή.

Στη φωτογραφία με τους αρδευτικούς καταλόγους του 1960, αξίζει να παρατηρήσουμε ως δικαιούχο του ποτιστή «Καψαλακιώτης» και τον Σχολικό Κήπο, το μικρό αυτό σχολικό γεωργικό εργαστήριο.

Τους «ποτιστάδες» τους ρύθμιζαν οι υδρονομείς, οι «νεροφόροι». Κάθε χρόνο ορίζονταν δυο και αμείβονταν σε είδος. Καλαμπόκι. Ανάλογα με το νερό που δικαιούνταν ο κάθε δικαιούχος. Αυτό, μετρημένο σε ώρες, έβγαινε από την ποτιστική έκταση του καθενός.

Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στη Στουρνάρα, την Κρυάβρυση, στα «περιβόλια», οι πηγές ήταν κοντά ή μέσα στα χωράφια .

Αλλά και εκεί κατασκευάζονταν μικρές χωματόγουρνες ώστε να συγκεντρώνεται το λίγο νερό της πηγής και να ελευθερώνεται όταν αυτή συγκεντρώσει αρκετό.

Κάποιες φορές κοντά σε μια μεγάλη δεξαμενή κατασκευάζεται μια μικρότερη, ώστε να δέχεται τα νερά που διαφεύγουν ή υπερχειλίζουν.

Η λογική ήταν μην πάει το νερό «χαμένο», εφόσον αυτό ήταν απαραίτητο για τις καλλιέργειες.

Η απόκτηση αγροκτημάτων ήταν σημαντική για την επιβίωση. Για την εξασφάλιση του ψωμιού, του κρασιού, των υπόλοιπων αγροτικών προϊόντων, αλλά και για τη βόσκηση των ζώων. Κάποιοι έφευγαν από το χωριό και πουλούσαν τα χωράφια τους, κάποιοι βρίσκονταν σε ανάγκη. Πάντως αγοραπωλησίες γίνονταν συνέχεια. Κι αν δεν επαρκούσαν τα χωράφια, εύρισκαν άλλους τρόπους για την εξασφάλιση του ψωμιού.

Σπυριδούλα Καραγεώργου, κάτοικος χωριού:

Δεν μας έλειψε τ΄αλεύρ’. Ο πατέρας μ’ πήγαινε για μεροκάματο. Για σανίδια…

Ελιές δεν είχε το χωριό. Και επειδή το λάδι ήταν απαραίτητο, το αγόραζαν ή κάποιοι πήγαιναν και δουλεύανε τιναχτάδες ή φρόντιζαν να αγοράσουν κάποιες ελιές, σε άλλες περιοχές. Συνήθως εκεί πηγαίνανε οι προίκες.

Θυμάται η Δήμητρα Σωτηροπούλου:

Δεν στερηθήκαμε το λάδι. Ο πατέρας μου ήταν ράφτης. Πήγαινε στα χωριά κι έραβε. Έραβε κάπες, παντελόνια…

Προίκα; Σιγά. Από πούθε. Μόνο 10.000 δραχμές και μ’ αυτά πήραμε ένα λιοστάσι στη Γουρίτσα.

Μπορείτε:

  • Να διαβάσετε μια ξεχωριστή ιστορία από τον αγώνα και την αγωνία για το ψωμί, στο κείμενο του Κώστα Ζαφρακά, «Στη μάνα μου»
  • Να βρείτε πληροφορίες για τα είδη των ψωμιών που φτιάχνανε στα χωριά της περιοχής στο κείμενο του Γιάννη Σιάχου, «Το ψωμί και τα ψωμιά», που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της «Φωνής της Αμβρακιάς» και αναδημοσιεύτηκε στο φύλλο της εφημερίδας του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών, «Το γράμμα μας»
  • Να διαβάσετε ένα κείμενο της Βασιλικής Ν. Καραγεώργου σχετικό με το όργωμα, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της εφημερίδας του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών, «Το γράμμα μας»
  • Να βρείτε πληροφορίες για τη διατροφή από τις «ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ» της Σταυρούλας Κίρμπα – Καραγεώργου

Μπορείτε να βρείτε τα Ντοκουμέντα:

  • Απόφαση Κοινοτικού Συμβουλίου για άρδευση 1970
  • Αρδευτικοί κατάλογοι πηγής Γαρδικιώτη 1960
  • Αρδευτικοί κατάλογοι πηγής Κρυάβρυσης 1962
  • Συμφωνητικό ανταλλαγής αγροκτημάτων 1938
  • Συμβόλαιο αγοράς αγροκτημάτων 1909
  • Συμβόλαιο αγοράς αγροκτημάτων 1909
  • Ιδιωτικό Συμφωνητικό αγοραπωλησίας 1965