Μάστορες και Επαγγέλματα

Με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ασχολούνται όλοι οι κάτοικοι του χωριού και μέσα από αυτά εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους. Η ζωή όμως, στην εξέλιξή της, γεννάει ανάγκες που απαιτούν ανθρώπους με γνώση και μεράκι για να τις διαχειριστούν και να τις καλύψουν.

Η στέγη, η ενδυμασία, η επισκευή των εργαλείων είναι οι πιο πιεστικές. Η οικοδόμηση των κτισμάτων απαιτεί και τους σχετικούς μάστορες.

Για τον περικαλλή ναό του Αγίου Γεωργίου επιλέχθηκε ένα από τα πιο φημισμένα, τότε, σινάφια μαστόρων. Το κόστος όμως της κατασκευής απαίτησε μια κινητοποίηση πολύ πέρα από τα όρια του χωριού.

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου κτίστηκε επίσης από ηπειρώτες μάστορες.

Όλα τα άλλα κτίσματα, σπίτια και καλύβια, κτίστηκαν από ντόπιους μάστορες. Του χωριού ή γειτονικών χωριών.

Οι τελευταίες φουρνιές αυτών των ντόπιων κτιστών είναι:

Οι Πριοβολαίοι – Γιαννακός, Φώτης και Δημήτρης. Ο Γιώργος Τσαπαρής ή Κοπίδας και ο Γιάννης Καραθανάσης που έχτισαν το σχολείο το 1940-41 καθώς και το παλιό καμπαναριό. Ο Τσαπαρής είχε κάνει και το πλακόστρωτο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Ο Γιάννης ο Κότσαλος και ο Χρήστος ο Καραγεώργος δούλεψαν στο σχολείο και το καμπαναριό ως νεαροί μαθητευόμενοι. Έγιναν και αυτοί σπουδαίοι τεχνίτες. Ο Χρήστος Γ Καραγεώργος έφτιαξε το σταυρό του καμπαναριού και άφησε το όνομά του. Επίσης μάστορας πέτρας ήταν ο Γιώργος ο Σιαδήμας.

Οι Τσαπαρής, Καραγεώργος, Κότσαλος και Σιαδήμας έφυγαν από το χωριό και εγκαταστάθηκαν σε άλλα πιο μεγάλα χωριά, εξασκώντας την τέχνη του κτίστη με πέτρα.
Τελευταίοι κτίστες που έμειναν στο χωριό και έκτιζαν παρέα, σε αυτό και στα γειτονικά χωριά ήταν οι Μητράκης Κωνσταντινίδης, Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης και Νίκος Τσόλκας.

Το χωριό χρειαζόταν και τους μαραγκούς του. Οι τελευταίοι ήταν οι Κωστοπουλαίοι, ο Δημήτρης και ο Γιώργος. Να σταθούμε ιδιαίτερα στον τελευταίο. Δεν φτιάχνει μόνο περίτεχνες κατασκευές, βαρέλες, αργαλειούς, καρέκλες, τραπέζια και τόσα άλλα. Φτιάχνει και τα εργαλεία του, σε ότι αφορά τα ξύλινα τμήματά τους. Μια συλλογή τέτοιων εργαλείων εκτίθεται στο σχολείο μας.

Μαραγκοί έρχονταν και από τα διπλανά χωριά. Ο Γιάννης ο Λιανός και ο Κώστας ο Προβίδας από τα Αμπέλια ο Βασίλης ο Πυρπύλης και ο Νίκος ο Σιάχος από την Αμβρακιά. Ο Νίκος ο Σιάχος έκανε και το τέμπλο του Αι Δημήτρη.

Οι αγροτικές δουλειές χρειάζονται και εργαλεία. Τα προμηθεύονταν από το Θέρμο.
Η σκληρή δουλειά έκανε τα εργαλεία να «σώνονται» γρήγορα. Το χωριό χρειαζόταν το μάστορα, το σιδερά, το γύφτο, που θα επισκεύαζε κάθε χρόνο τα γυνιά, τα τσαπιά, τα δικέλια και τα άλλα γεωργικά εργαλεία, χρησιμοποιώντας το φυσερό, το αμόνι και τα άλλα του σύνεργα.

Από τους τελευταίους που έκαναν αυτή τη δουλειά ήταν ο Νίκος ο Μπακατσιάς, από τη Λογγά που παντρεύτηκε αργότερα στην Καστανιά και έστησε το εργαστήρι του εκεί, και ο Γιάννης ο Τσαπαρής που έμαθε την τέχνη στη «Σχολή της Βασίλισσας», στη Λέρο.

Γιάννης Τσαπαρής:

Εγώ ήμουνα ο σιδεράς του χωριού, ο λεγόμενος γύφτος…
Έφτιαχνα τα γυνιά, τα τσαπιά,… τα γεωργικά εργαλεία όλα…
Την τέχνη του σιδερά την έμαθα στη Λέρο, στη Βασιλική Σχολή…

Και πώς πληρωνότανε;

Είδος με είδος. 1 τσαπί, 1 δικέλι, 1 κιλό φασόλια

Οι βαρελάδες ήταν οι τεχνίτες που έφτιαχναν τα βαρέλια για το κρασί και τις κάδες όπου πατούσαν τα σταφύλια και έμενε αποθηκευμένος ο μούστος μαζί με τα τσάμπουρα μέχρι να «τραβήξουν» το κρασί.

Βαρελάδες στο χωριό ήταν οι Βασίλης και Γιάννης Λισγάρας, πατέρας και γιος, τα αδέλφια Δημήτρης και Γιώργος Κωστόπουλος, ο Κώστας Σωτηρόπουλος και ο Κώστας ο Κωστόπουλος από τη Θεοτόκο που εγκαταστάθηκε στο Κιάτο και έγινε πολύ γνωστός βαρελοποιός.

Τα χάλκινα σκεύη της οικογένειας, κατσαρόλες – κακάβια, ταψιά, τηγάνια, καζάνια χρειάζονταν σε τακτά διαστήματα γάνωμα, επικασσιτέρωση για την προστασία των ανθρώπων από το οξείδιο του χαλκού. Γανωματήδες – καλαντζήδες στο χωριό ήταν ο Χριστόφορος ο Τζούφρας και ο Γιώργος Φ. Πριόβολος. Έρχονταν όμως κατά καιρούς και ξένοι γανωματήδες.

Ο Γιώργος Φ. Πριόβολος ήταν και ο φωτογράφος του χωριού. Είχε πάει εθελοντής στον πόλεμο της Κορέας και επέστρεψε με μια φωτογραφική μηχανή.

Η σωστή διαχείριση των νερών άρδευσης ήταν σημαντική υπόθεση. Τους «ποτιστάδες» τους ρύθμιζαν οι υδρονομείς, οι «νεροφόροι». Ήταν κάθε χρόνο δυο και αμείβονταν σε είδος, καλαμπόκι, ανάλογα με το νερό που δικαιούνταν ο κάθε δικαιούχος. Αυτό, μετρημένο σε ώρες, έβγαινε από την ποτιστική έκταση του καθενός.

Τις τελευταίες δεκαετίες του 1950 και 60, νεροφόροι ήταν, σχεδόν, κάθε χρόνο οι ίδιοι. Ο Βαγγέλης ο Ζαφρακάς και ο Ηλίας ο Σωτηρόπουλος. Είχαν κερδίσει τη γενική αποδοχή γιατί ήταν συνεπείς, αντικειμενικοί και δίκαιοι. Νοιάζονταν πραγματικά για όλους. Ο ένας φρόντιζε τα νερά από τη δεξαμενή ως τα χωράφια και ο άλλος είχε το νου του στο νερό που ερχόταν στη δεξαμενή από τις πηγές. Και οι δυο «θολώνανε το νερό», το ανακατεύανε ώστε να παρασέρνει χώματα. Το θολωμένο νερό «κυλούσε» καλύτερα, ίσως γιατί τα χώματα που περιείχε αποφράζανε τους δρόμους διαρροής.

Το πρώτο, μάλλον, ρολόι που ήρθε στο χωριό, τοποθετήθηκε πάνω στην καστανιά, μπροστά στη μεγάλη στέρνα νερού και χρησιμοποιήθηκε από τους νεροφόρους. Σύμβολο ακρίβειας και αντικειμενικότητας.

Η λειτουργία του νερόμυλου αυτού του εργαστηρίου που δούλευε ασταμάτητα, απαιτούσε και τον κατάλληλο άνθρωπο. Τον αναλάμβανε, για κάποια χρόνια, κάποιος που γνώριζε τη δουλειά του μυλωνά ύστερα από δημοπρασία της εκκλησίας στην οποία ανήκε ο μύλος.
Το 1860 βρίσκουμε μυλωνά το Θοδωρή Καραγεώργο που αντί της οφειλής του 10 κάδων αραβοσίτου προς την εκκλησία παραχωρεί σε αυτή αγρόκτημά του στην τοποθεσία Αργυρό Πηγάδι.

Μυλωνάδες διετέλεσαν ο γιός και ο εγγονός του Θοδωρή Καραγεώργου, οι Λεωνίδας και Θεόδωρος. Επίσης ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος και ο γιός του Ηλίας. Ο Λεωνίδας Τσαπαρής – που είχε ασφαλιστεί στο τότε Ταμείο Ελευθέρων Επαγγελματιών και πήρε σύνταξη σαν μυλωνάς – μυλωθρός. Ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος, ο Κώστας Σωτηρόπουλος, ο Δημήτρης Κωστόπουλος.

Στη τελευταία περίοδο της λειτουργίας του μύλου τις δεκαετίες 1970 και 1980 δούλευε το μύλο ο Γιώργος Φ. Πριόβολος.

Η κατασκευή των ρούχων και ειδικά της κάπας ήθελε το σωστό τεχνίτη. Η κάπα ήταν χειμερινό ένδυμα που κάλυπτε τον τσοπάνη μέχρι κάτω από τα γόνατα. Μπορούμε να τη φανταστούμε σαν σημερινό παλτό με κουκούλα, αλλά χωρίς μανίκια, πιο φαρδύ και πιο χοντρό, με ένα μεγάλο άνοιγμα μπροστά.

Μία από τις φωτογραφίες δείχνει τον χωριανό Κώστα Ι. Καραγεώργο, που φοράει μια κάπα φτιαγμένη στο χωριό.

Το πάχος της έφτανε το ένα με ενάμισι εκατοστό και φυσικά είχε αρκετό βάρος. Ήταν όμως πολύ ζεστή. Για αυτό πολλές φορές τυλίγονταν σε κάποιο απάγκιο του βουνού με αυτή και κοιμόντουσαν χωρίς να κρυώνουν.

Η κάπα ραβόταν μόνο με το χέρι και η κλωστή που χρησιμοποιούσαν ήταν από μαλλί προβάτου που το έγνεθαν οι γυναίκες στη ρόκα και έβγαζαν το «στιμόνι» – πολύ ψιλή κλωστή. Για να περάσει η κλωστή στη βελόνα την περνούσε πρώτα με κερί. Πολλές φορές έκαναν περιμετρικά της κάπας περισσότερες ραφές, για διακόσμηση.

Το ύφασμα για την κάπα το ύφαιναν στον αργαλειό από τραγόμαλλα και μαλλί προβάτου. Αμέσως μετά ήταν απαραίτητο το πλύσιμο στη νεροτριβή. Για να κλείσουν οι πόροι και να φουντώσει και να γίνει αδιαπέραστη από το κρύο και τη βροχή. Ραφτάδες κάπας στο χωριό, φημισμένοι σε όλη την περιοχή, ήταν οι Πριοβολαίοι, που πήγαν και έμαθαν την τέχνη τους στα Τζουμέρκα, στο Συράκο.

Επίσης εκτός από κάπες ράβανε και τα άλλα υφαντά ρούχα της εποχής εκείνης, όπως παντελόνια και σακάκια που τα λέγανε τσουκνιά.
Στη φωτογραφία, περίπου του 1920, φαίνεται ο χωριανός Θεοδόσης Κωστόπουλος, με την χαρακτηριστική τοπική στολή που περιλαμβάνει υφαντά ρούχα.

Μας λέει ο Γιάννης Πριόβολος, ράφτης και ο ίδιος:

Οι Πριοβολαίοι από τα πιο παλιά χρόνια ράβανε κάπες.
Τις φορούσαν και εδώ. Για το κρύο. Ήταν ένα μέσο προφύλαξης.
Ήταν ο Χρήστος ο Πριόβολος και ο Γιώργος ο Πριόβολος που έφτιαχναν τις κάπες και άλλα ρούχα… παντελόνια, σακάκια, γιλέκα, τέτοια χοντρά ρούχα. Όχι μόνο για το χωριό. Πήγαιναν και σε άλλα χωριά Πήγαιναν στην Αμπρακιά και κάθονταν 10-15 μέρες ένα μήνα… Το ίδιο και στα άλλα χωριά.»

Για να ράψεις μια κάπα της εποχής εκείνης ήθελες 3-4 μέρες και τα λεπτά που παίρνανε μπορεί να ήταν και 3 κατοστάρικα. Τα παιδιά των καποτάδων, αυτών που φτιάχνανε τις κάπες, γίνανε φραγκοραφτάδες, άνοιξαν μαγαζιά.»

Τα παιδιά, λοιπόν, των Πριοβολαίων ραφτάδων, έγιναν αργότερα ράφτες στο Θέρμο, το Παναιτώλιο και την Αθήνα.

Γι’ αυτή την εξέλιξη, γράφει χαρακτηριστικά ο Δ. Λουκόπουλος στο βιβλίο του «ΠΩΣ ΥΦΑΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΝΤΥΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΙΤΩΛΟΙ» με πρώτη έκδοση το 1927:

Σήμερα το επάγγελμα των ραφτιάδων είναι στη δύση του. Σβήνεται σιγά σιγά μαζί με την παλιότερη ντυμασιά του τόπου. Παιδιά από οικογένειες ραφτιάδων παραστρατίζοντας λίγο από την παράδοση των γονέων τους γίνονται σήμερα ράφτες για φράγκικα ρούχα. Οι γονείς τους, όσοι ζούνε, έμειναν «Ελληνοράπται», τα παιδιά τους πολιτίστηκαν. Άνοιξαν «ραφεία» και έγινα «ράπται ευρωπαϊκών ενδυμάτων». Αυτά φέρνει ο χρόνος.

Πιθανώς σε παλιότερες εποχές να χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή υφασμάτων εκτός από το μαλλί και άλλα υλικά. Η τοποθεσία «Βαμβακιά» του χωριού κατά τον Δημήτρη Λουκόπουλο εμφανώς υποδεικνύει την καλλιέργεια σε παλιότερες εποχές βαμβακιού.
Όπως επίσης η τοποθεσία «Λιναράκι» τη καλλιέργεια λιναριού.

Αντίστοιχα η τοποθεσία «Καννάβια» και «Κανναβόκηπος» πιθανώς να υποδεικνύει την καλλιέργεια κάνναβης από την οποία φτιάχνανε σχοινιά και υφάσματα.

Κάποιος έπρεπε να κάνει και επιδιορθώσεις παπουτσιών.
Μας λέει ο Γιάννης Κωστόπουλος:

Μας έφερνε από ένα ζευγάρι παπούτσια στο χωριό και περνάγαμε όλο το χρόνο. Και όταν αυτά χαλάγανε, όταν ξεκόλλαγε καμιά σόλα, τα πηγαίναμε στο Ζαφρακά το Βαγγέλη, που ήταν ο τσαγκάρης του χωριού. Δεν έπαιρνε χρήματα ο άνθρωπος βέβαια. Του πηγαίναμε το σπάγκο.

Και τα ζώα που χρησιμοποιούσαν για μεταφορές, γαϊδούρια και μουλάρια, ήθελαν κάθε τόσο πετάλωμα. Κάμποσοι έκαναν τον πεταλωτή, καλύτερος όμως θεωρούνταν ο Νίκος ο Καραγεώργος.

Μεγάλα εμπορικά δεν είχε το χωριό. Είχε όμως τα «καφεπαντοπωλεία». Μετά το 1950 τα δύο καφενεία – «καφεπαντοπωλεία» του χωριού βρίσκονται το ένα στο επάνω και το άλλο στο κάτω χωριό. Το ένα του Βασίλη Καραγεώργου, «Η αγάπη». Το άλλο του Θανάση του Σωτηρόπουλου, «Το Κέντρο».

Υπήρχε και ένα στο συνοικισμό του Τσιρνόκου, στη Θεοτόκο, Του Νίκου του Παναγιωτόπουλου. Και στην ταμπέλα του διάβαζες:

Ο ακραίος σταθμός

Αργότερα το ανέλαβε ο Λάμπρος ο Παναγιωτόπουλος.

Στις δεκαετίες του 1930,40 είχε παντοπωλείο ο Αλέξης ο Σιαδήμας. Οι παλιότεροι θυμούνται και το Λάμπρο τον Παναγιωτόπουλο με μια βαλίτσα γεμάτη διάφορα μικροπράγματα. Ξεχωριστή φιγούρα στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου.

Το τελευταίο καφενείο – παντοπωλείο του χωριού ήταν αυτό του Νίκου Καραγεώργου, «Το κέντρο», που το κράτησε η κυρά Χρυσούλα μέχρι και το 2005.

Χώροι συνάντησης, τα καφενεία, βασικά των ανδρών. Με κυρίαρχο ποτό το ντόπιο τσίπουρο και γλυκό λουκούμι.

Στα παντοπωλεία αυτά μπορούσες να βρεις πάρα πολλά πράγματα. Ειδικά σε αυτό του Θανάση του Σωτηρόπουλου ο οποίος είχε πριν καταστήματα σε Θέρμο και Αθήνα. Πετρέλαιο για τις λάμπες και τα κανδηλέρια, πριν έρθει το ηλεκτρικό το 1968. Ζάχαρη, μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη και πολλά άλλα, αλλά και απλά υφάσματα. Ακόμα και παυσίπονα και ενέσεις πενικιλίνης και στρεπτομυκίνης. Ο ίδιος έκανε τη διάγνωση και όριζε το φάρμακο.

Πολλές φορές, λόγω έλλειψης χρημάτων και για μικροπράγματα, σχολικά τετράδια, μολύβια κ.λπ. οι αγορές γίνονταν με αυγά, αντί νομίσματος.

Στα μαγαζιά αυτά συνήθως σφάζανε και κάποιο ζώο και πουλούσαν το κρέας στους χωριανούς. Επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία για να διατηρήσουν τα κρέατα, πριν σφάξουν το ζώο εξασφάλιζαν πρώτα τη διάθεσή του. Τα «ντύνανε». Ο Βασίλης ο Καραγεώργος έκανε και εμπόριο δερμάτων και καρυδιών στο χωριό, αλλά και στα χωριά της Ευρυτανίας.

Το χωριό έχει τους δικούς του πρακτικούς γιατρούς. Που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους χωρίς αμοιβή. Πολλοί γνωρίζουν τα βασικά βότανα και τις ιδιότητές τους. Κάποιοι όμως ασχολούνται περισσότερο. Ο Κώστας ο Σωτηρόπουλος, ο Νίκος ο Καραγεώργος. Φτιάχνουν δικές τους αλοιφές, με συνταγές πατροπαράδοτες. Αλλάζουν και κάτι, το δοκιμάζουν.

Ο Νίκος ο Καραγεώργος γύρισε από το μέτωπο της Αλβανίας με μια ιατρική εγκυκλοπαίδεια και μια οδοντάγρα. Αποδείχτηκαν και τα δυο πολύτιμα για το χωριό. Καλύτερη μαμή ήταν η Σπυριδούλα η Τσόλκα. Βέβαια και άλλες γυναίκες του χωριού μπορούσαν να βοηθήσουν σε μια γέννα. Έτσι κι αλλιώς οι γυναίκες του χωριού το θεωρούσαν φυσικό να γεννήσουν στο σπίτι με ελάχιστη βοήθεια ή και στο χωράφι.

Κάποιοι ήταν ειδικοί στο «μάτι». Μετρούσαν με ένα σχοινί για να δουν αν κάποιος άνθρωπος ή ζώο είχε «μάτι», αν δηλαδή τον είχε δει κάποιος φθονερός και κακός και τον έκανε να αρρωστήσει. Με τους κατάλληλους εξορκισμούς τον κάνανε καλά.

Οι πρακτικοί γιατροί του χωριού ήταν για τα απλά και συνηθισμένα. Για τα δύσκολα τρέχανε για πρακτικό γιατρό στο Νεροχώρι. Ζούσαν εκεί οι Τασσιαίοι- Αντωνοπουλαίοι που ήταν φημισμένοι πρακτικοί γιατροί σε όλη την περιοχή. Ο Τασσοκώτσιος, ο Φώτης ο Αντωνόπουλος, η Αργύρω η Καραθάνου και ο Γιώργος Καραθάνος είναι οι τελευταίοι της σειράς. Τα εξαρθρώματα και τα σπασίματα οστών ήταν για αυτούς εύκολη υπόθεση. Είχαν όμως άποψη και κάποιο γιατρικό, σχεδόν για κάθε αρρώστια.

Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο:

  • ΟΙ ΠΡΙΟΒΟΛΑΙΟΙ ΡΑΦΤΙΑΔΕΣ του Γιάννη Γ. Πριόβολου