Από την ιστορία του Δημοτικού μας Σχολείου

Δεν γνωρίζουμε από πότε λειτουργεί το σχολείο στο χωριό. Η κτητορική επιγραφή αναφέρει το έτος 1902. Τότε όμως κτίστηκε ένα άλλο σχολείο που είχε διαφορετικό προσανατολισμό και ήταν μάλλον μικρότερο. Κτίστηκε με έρανο ανάμεσα στους κατοίκους και αυτό δείχνει την επιθυμία τους να λειτουργήσουν σχολείο και να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα.

Το εκφράζει χαρακτηριστικά ο Παπα Λάζαρος Κωστόπουλος, περίπου το 1920, όπως το διέσωσε ο Νίκος Γ. Κωνσταντινίδης στην εφημερίδα «Το γράμμα μας» φύλλο 18 Απρίλιος – Μάιος- Ιούνιος 1979:

Ακούτε, εσείς που είστε νέοι. Το χωριό εκκλησία έχει, καλή είναι, αρκεί να τη διαφυλάξουμε και κάθε Κυριακή ή Γιορτή να γεμίζει από πιστούς… Το χωριό μας έχει ανάγκη να μάθουν τα παιδιά του γράμματα, γιατί είναι ντροπή να έχουμε αγράμματους τόσους Έλληνες… Το σχολείο παιδιά μου φωτίζει τους ανθρώπους και ανοίγει εκκλησίες…

Κάποια μορφή σχολείου όμως πρέπει να λειτουργούσε και τις προηγούμενες δεκαετίες. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση. Πώς όμως αυτό υλοποιήθηκε στα απομακρυσμένα ορεινά χωριά είναι προς διερεύνηση. Πάντως από ντοκουμέντα που έχουν βρεθεί, ειδικά από ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ των κατοίκων, φαίνεται ότι γνώριζαν, τουλάχιστον αρκετοί, γράμματα.

Το πρώτο εκείνο κτίριο του σχολείου το γκρέμισαν το 1940 και έκτισαν αυτό που έχουμε σήμερα, πάλι με εισφορές των κατοίκων. H κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1941. Μετέφεραν στο νέο κτίριο την παλιά επιγραφή. Το έκτισαν ντόπιοι μάστορες. Ο Γιώργος Τσαπαρής και ο Γιάννης Καραθανάσης. Ο Γιάννης ο Κότσαλος και ο Χρήστος ο Καραγεώργος δούλεψαν ως νεαροί μαθητευόμενοι με αμοιβή λίγες οκάδες καλαμπόκι και κάποια λίγα χρήματα μετρημένα σε εκατομμύρια. Ο Νίκος Γ. Καραγεώργος, που δούλευε και αυτός ως βοηθός, διηγείτο ότι πήρε για αμοιβή 10 εκατομμύρια δραχμές με τα οποία αγόρασε 6 οκάδες σταφίδα.

Παρουσιάζουμε έναν σχολικό τίτλο του 1905, που εκδόθηκε από το Πλήρες Δημοτικό Σχολείο Δρυμώνα.

Αρ. 1
Πλήρες Δημοτικόν Σχολείο Μπερίκου

Σχ. Έτος 1904-1905

Απολυτήριον

Ο μαθητής Ιωάννης Παπαχαραλάμπους, κάτοικος Γκερ-
τοβού, ετών 12, ορφανός πατρός, διακούσας πάντα τα εν τη Δ’ τάξει
του εν Γκερτοβώ Γραμματείου διδασκόμενα μαθήματα και υποστάς
τας κεκανονισμένας απολυτηρίους εξετάσεις εν τω σχολείω τούτω
κατά τας θερινάς ενιαυσίους εξετάσεις του ανωτέρω σχολικού έτους
εκρίθη άξιος απολύσεως με τον βαθμόν Λίαν καλώς <3> .
Κατά δε το υπό του γραμματιστού Γκερτοβού εκδοθέν πιστοποιη-
τικόν διαγωγήν επεδείξατο κωσμιωτάτην.

Εν Μπερίκω τη 12η Οκτωβρίου 1905
Ο Διευθυντής σχολείου Μπερίκου
(Υπογραφή)

Από τον τίτλο αυτό συνάγεται ότι εκείνα τα χρόνια το σχολείο του Γκερτοβού λειτουργούσε ως ένα κατώτερο τετρατάξιο σχολείο. Λεγόταν Γραμματείο – χώρος όπου μάθαιναν γράμματα. Ο δάσκαλος στο Γραμματείον, συνήθως χαμηλών προσόντων, λεγόταν Γραμματιστής ή Γραμματοδιδάσκαλος. Γραμματιστής στο σχολείο μας για αρκετά χρόνια ήταν ο ντόπιος Ιωάννης Γ Πριόβολος που είχε τελειώσει τότε το Σχολαρχείο, και με τα δεδομένα της εποχής εθεωρείτο ένας μορφωμένος άνθρωπος. Πλήρες δημοτικό σχολείο την εποχή αυτή με δασκάλους σπουδαγμένους ήταν το σχολείο του Μπερίκου – Δρυμώνα.

Σε όλες τις εποχές λειτουργίας του, το σχολείο ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος κοινωνικοποίησης για τα παιδιά του μικρού χωριού και ο δάσκαλος ο κατ’ εξοχήν φορέας γνώσης και επαφής με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο χώρος του σχολείου ήταν η ζεστή φωλιά για τους μικρούς μαθητές, για αυτό και έτρεχαν σ’ αυτό κάθε πρωί με το κτύπημα της καμπάνας, κρατώντας πέρα απ’ τα βιβλία τους και ένα ξύλο για την σόμπα του σχολείου. Έπρεπε και ο χώρος να είναι ζεστός.

Μάθαιναν γράμματα, έπαιζαν, τραγουδούσαν, ξέφευγαν από το σπίτι, οργάνωναν τις σχολικές τους γιορτές.

Έκαναν τις εκδρομές τους. Μόνοι τους ή με τα σχολεία των γειτονικών χωριών έχοντας την ευκαιρία να γνωρίσουν τους εκεί συμμαθητές τους.

Φρόντιζαν και το μικρό σχολικό τους κήπο, χωρισμένο σε έξι τμήματα, ένα για κάθε τάξη. Εκεί φύτευαν και φρόντιζαν λουλούδια και λαχανικά. Έπαιρναν έτσι πρακτικές γνώσεις για τη μετέπειτα ζωή τους.

Στους αρδευτικούς καταλόγους του χωριού, και στον ποτιστή «καψαλακιώτης», περιλαμβάνεται στους δικαιούχους και ο σχολικός κήπος με δικαίωμα μιας ώρας. Ένδειξη, ότι η κοινότητα αναγνώριζε τη σημασία αυτού που γινότανε και το φρόντιζε.

Μια ξεχωριστή πλευρά της σχολικής ζωής ήταν, τα χρόνια του 1960, και τα σχολικά συσσίτια. Με πρωτοβουλία του δάσκαλου Θανάση Πυρπύλη κτίστηκε ένα ξεχωριστό μικρό κτίριο , το «στέγαστρο» όπως το λέγαμε, με τοίχο πέτρας και στέγη από τσίγκους, το οποίο εξυπηρετούσε τη λειτουργία των συσσιτίων, κουζίνα και εστιατόριο. Ξεχωριστή η παρουσία των δυο εξαίρετων μαγειρισσών, της Αλεξάνδρας Κωστοπούλου και της Κωστάντως Ντούρου.

Αθανάσιος Πυρπύλης:

Πάντα θαυμάζω και επαινώ τους φιλοπρόοδους Αργυροπηγαδίτες για ό,τι κάνουν για το χωριό τους και παράλληλα νιώθω υπερηφάνεια γιατί κάποιοι από τους σημερινούς μπροστάρηδες υπήρξαν και μαθητές μου. Κάνουν ό,τι έκαναν και οι γονείς τους, οι πρόγονοί τους. Αγαπάνε το χωριό τους και ενδιαφέρονται για την πρόοδό του.

Αξίζει να αναφερθώ σε μια προσπάθεια που έκαναν εκείνοι τη δεκαετία του 1960, μάλλον το 1963, όταν κατασκεύασαν με εθελοντική προσωπική εργασία μαγειρείο και χώρο εστίασης για τα μαθητικά συσσίτια που η κυβέρνηση είχε τότε θεσμοθετήσει.

Οι γονείς των μαθητών και οι παππούδες, ακόμα και τα παιδιά του σχολείου έβαλαν πλάτη να φτιάξουν το χώρο, το οίκημα μεταξύ του χώρου της εκκλησίας, του σχολείου και της τότε υδατοδεξαμενής, η οποία σήμερα δεν υπάρχει και στη θέση της είναι η πανέμορφη πλατεία του χωριού. Και αυτό έγινε σε διάστημα περίπου δυο μηνών.

Όταν ήρθε η διαταγή από την προϊσταμένη μου αρχή να φροντίσω, ως Δάσκαλος και Διευθυντής του Σχολείου, για την λειτουργία συσσιτίων στο χωριό, κάλεσα χωρίς χρονοτριβή τους γονείς και άλλους χωριανούς για να συζητήσουμε το θέμα και τις δυσκολίες του εγχειρήματος.

Τελικά μετά από συζήτηση και στα καφενεία και κατ’ ιδίαν με τους γονείς, πήραμε την απόφαση να το τολμήσουμε και να προχωρήσουμε. Και μια μέρα, μάλλον ήταν Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία ξεκινήσαμε. Ισοπεδώσαμε το χώρο, σκάψαμε τα θεμέλια πάνω από την αυλή του σχολείου και οι επιτήδειοι στο κτίσιμο έβαλαν μπρος. Άλλοι κουβαλούσαν πέτρες, άλλοι πελεκούσαν αγκωνάρια, άλλοι ετοίμαζαν και κουβαλούσαν τη λάσπη για το κτίσιμο. Βοηθούσαν οι γυναίκες και οι γέροντες ακόμα και τα παιδιά. Γύρω από το εργοτάξιο ήταν μια πραγματική κυψέλη.

Σε λίγες μέρες ανέβηκαν οι τοίχοι και πήραμε όλοι κουράγιο γιατί στην αρχή ήμασταν διστακτικοί. Εγώ ενθουσιάστηκα τόσο πολύ που μια μέρα πήρα τα παιδιά, όταν ξάνοιξε ο καιρός, περί το τέλος του χειμώνα, αρχές ανοίξεως, βγήκαμε στα χωράφια και εκεί ψάξαμε για κεραμίδια που ήταν από τα παλαιά χρόνια. Τα μάζεψαν τα παιδιά, τα βάλανε στις τσάντες τους και τα κουβάλησαν στο σχολείο. Τα αφήσαμε κάπου να περιμένουν μέχρι να τα χρησιμοποιήσουν οι μαστόροι για την κατασκευή του θόλου και της βάσης του φούρνου για το ψήσιμο του ψωμιού.

Έτσι μ’ αυτό το ζήλο, τη θέληση, την ομόνοια και την εργατικότητα το οίκημα τελείωσε. Ήτανε ένα ορθογώνιο κτίσμα 4χ8 περίπου, με μια πόρτα στη μεγάλη πλευρά προς την αυλή του Σχολείου και με δυο παράθυρα, ένα απ’ τα δεξιά και ένα απ’ τα αριστερά της πόρτας. Είχε στο εσωτερικό του μια γωνιά, μια εστία για τη φωτιά στη βορειοδυτική πλευρά και μια καμινάδα. Δίπλα από την καμινάδα υπήρχε το στόμιο, το άνοιγμα του φούρνου για το ψήσιμο του ψωμιού…

…Οι επιτήδειοι στην ξυλουργική τέχνη έφτιαξαν την πόρτα, τα παράθυρα και τα τραπεζάκια, όπου θα κάθονταν τα παιδιά γύρω, σε πάγκους, και θα έβαζαν το φαγητό τους πάνω στα τραπεζάκια.

Η στέγη έγινε με ξυλεία που φέρανε από το δάσος και σκεπάστηκε το οικοδόμημα με λαμαρίνες.

Σε δυο μήνες περίπου τελείωσαν όλες οι εργασίες, βρέθηκε η μαγείρισσα, προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα σκεύη και άρχισε η λειτουργία των συσσιτίων. Τα πρώτα υλικά εφόδια, αλεύρι, λάδι, ζυμαρικά, όσπρια, πλιγούρι και άλλα, τα παρέλαβαν οι χωριανοί από το γειτονικό χωριό Λαδικού όπου τα είχε αφήσει το λεωφορειάκι που έκανε τη συγκοινωνία από Θέρμο για Προυσό. Πήγαν μερικοί χωριανοί με τα φορτιάτικά τους. Από το πρωί ξεκίνησαν και έφτασαν αργά το απόγευμα κατάκοποι. Γι’ αυτό τις επόμενες φορές τα παίρναμε από το Δρυμώνα ή το Θέρμο.

Τα υλικά για την παρασκευή των φαγητών μας τα έστελνε η υπηρεσία μέσω του Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και παράλληλα μας έστελνε και κάποια χρήματα για τα μεταφορικά και την αποζημίωση της μαγείρισσας. Ποτέ όμως δεν έφταναν. Τα χρήματα ήταν λιγοστά.

Το 1965 εγώ πήρα μετάθεση για τη Μελίγκοβα και δεν γνωρίζω για πόσο καιρό, πόσα χρόνια, λειτούργησαν τα συσσίτια στο Αργυρό Πηγάδι. Ένα μπορώ να βεβαιώσω. Ότι ήταν πολύ χρήσιμα για τους Μαθητές, οι οποίοι ήταν ως επί το πλείστον τέκνα πολυτέκνων οικογενειών, αλλά ήταν και πολύ χρήσιμα για το Δάσκαλο ο οποίος συνέτρωγε το μεσημέρι με τους Μαθητές του, έχοντας ένα πιάτο ζεστό.

Στη Μελίγκοβα που μετατέθηκα συνεχίστηκε η ίδια προσπάθεια η οποία αναγνωρίστηκε από τους Προϊσταμένους μου.

Σήμερα το οίκημα των μαθητικών συσσιτίων του Αργυρού Πηγαδίου δεν υπάρχει. Έχει κατεδαφιστεί προφανώς και τα υλικά του έχουν απομακρυνθεί. Υπάρχει όμως στη μνήμη όσων έζησαν αυτή την προσπάθεια για να διδάσκει ότι, όπου υπάρχει θέληση, ζήλος, αγάπη και ομόνοια γίνονται θαύματα.

Οι πρόγονοί μας με εθελοντική προσωπική εργασία έκτισαν σχολεία, εκκλησίες, νερόμυλους, αλώνια. Άνοιξαν δρόμους και αυλάκια και ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο των μικρών τους κοινωνιών.

Με σεβασμό υποκλινόμαστε στη μνήμη τους και εμπνεόμαστε από την αγάπη τους για τον φτωχό αλλά όμορφο τόπο τους.

Οι συνήθως νεαροί πρωτοδιορισμένοι δάσκαλοι έρχονταν με το ζήλο του νέου και έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους. Είχαμε την τύχη να έχουμε άξιους δασκάλους με ζήλο και θέληση να βοηθήσουν τους μαθητές τους. Ακόμα κι αν ήταν κάποιοι ήταν πολύ αυστηροί, έρχεται η ώρα της αναγνώρισης.

Γράφει ο Νίκος Γ. Κωνσταντινίδης στο «γράμμα μας» φύλλο 18, Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος 1979:

…Κι αν η βέργα ήταν από τον αείμνηστο Δάσκαλο που τον έλεγαν ΖΩΤΟ – Βασίλειο Δημόπουλο, τότε ένα μπορούμε να πούμε μέσα από την καρδιά μας: Αναπαυμένη να ‘ναι η ψυχή του. Μας έμαθε Γράμματα.

Είχαμε τη χαρά να τους εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας σε μια τιμητική εκδήλωση στο χωριό μας το 2001.

Με στοιχεία από τα βιβλία του σχολείου που διατηρούνται στο αρχείο του Δημοτικού Σχολείου Θέρμου καταρτίστηκε ο παρακάτω πίνακας των δασκάλων που δίδαξαν στο Δημοτικό Σχολείο Αργυρού Πηγαδίου:

1922-24 Δημόπουλος – Ζώτος Βασίλειος
1924-27 Πυρπύλης Αθανάσιος
1927-39 Καίσαρη – Τσαπαρή Λουκία
1939-40 Αραβαντινού Νίτσα
1940-41 Καραμούζης Παναγιώτης
1941-42 Πυρπυρής Δημήτριος, Σταματόπουλος Ιωάννης
1949-51 Κυριλή Αγγελική
1951-52 Μανιάτης Γεώργιος
1952-53 Πούλος Αθανάσιος
1953-55 Κορύλλος Παναγιώτης
1955-57 Κολοβού Σταμάτα
1957-58 Κωνσταντόπουλος Νικόλαος
1958-59 Λελούδας Πέτρος
1959-62 Σπανέλλης Γρηγόριος
1962-65 Πυρπύλης Αθανάσιος
1965-68 Κολιός Ελευθέριος
1968-70 Κρητικός Αθανάσιος
1970-71 Κωστοπούλου Γεωργία
1971-73 Γούργαρης Ιωάννης
1973-75 Σταύρου Απόστολος
1975-76 Κετσιλής Χριστόφορος
1976-78 Γκουργούλης Χαράλαμπος
1978-82 Κάτσενος Δημήτριος
1982-83 Τζαχρήστας Δημήτριος
1983-84 Χώνος Νικόλαος
1984-85 Μήτσου Ανδρέας 1985-86 Χωραφάς Αθανάσιος
1986-87 Σαγώνα Αναστασία
1987-88 Βασιλογιάννης Χρήστος
1988-89 Κωστατούλα Αλεξάνδρα
1989-90 Παπαγεωργίου Γεώργιος
1990-91 Αγγέλη Ελένη
1991-92 Σταματοπούλου Κων/ν
1992-93 Αλπός Γεώργιος
1993-94 Τσαραβούλης Θεοδόσιος

Υπηρέτησαν στο σχολείο και κάποιοι δάσκαλοι για μικρά χρονικά διαστήματα, που δυστυχώς τα ονόματά τους δεν βρέθηκαν στα βιβλία αυτά και για αυτό δεν αναφέρονται.

Το Δημοτικό μας Σχολείο έκλεισε ως τυπικό σχολείο το 1994. Με την καινούρια του όμως λειτουργία φιλοδοξούμε να διατηρήσει το μορφωτικό του χαρακτήρα για πολλές δεκαετίες ακόμα.

Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε την αξία του σχολείου μέσα από τα λόγια αυτών που δεν πήγαν σχολείο. Και ήταν βέβαια, κυρίως γυναίκες του χωριού.

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις γυναικών:

Γιαννούλα Ντούρου

– Σχολείο πήγες;
– Όχι, ποτέ. Ποιος θα μ’ έστελνε σχολείο;
– Ήθελες να πας;
– Ήθελα. Ποιος στραβός δε θέλ’ τα μάτια τ’; Είχαμε μια θειά στο σπίτ’ που είχε τον πατέρα μ’ ψυχοπαίδ’ συμμαζεμένο, και λέει: «Χρήστο να το στείλουμε το τσπάκ’ στο σχολείο. Έστω μια χρονιά, μια τάξ’, να μάθει τ’ν υπογραφή τ’, να ξέρ’ το ´νομά τ’. Θα παντρευτεί μεθαύριο, θα πάει σπίτι τ’. «Ναι, λέει ο πατέρας μ’. Θα γίνει δασκάλα στον Τσορνόκο». Τόσο του ‘κοβε και ´κεινού… Έτσι έμεινα αγράμματη.

Δήμητρα Σωτηροπούλου

Στο σχολείο πήγα τρία χρόνια. Μετά το σταμάτησα γιατί δεν ήθελε η μάνα μ’. Ο πατέρας μ ήθελε να με στείλει σχολείο, αλλά η μάνα μ’ δεν ήθελε. « Γιατί να μάθει γράμματα; έλεγε. Για να στέλν’ γράμματα τ’ς αγαπητικούς;» «Όχι μωρέ γυναίκα, έλεγε ο πατέρας μ’. Έχουμε τέσσερα αγόρια. Θα πάνε στρατιώτες. Θα μας στέλ’νι κάνα γράμμα. Ποιος θα μας το διαβάζ; Θα πηγαίνουμε στ γειτονιά;

Χρυσούλα Καραγεώργου

Πολλές φορές χρειάστηκε να βάλω υπογραφή και δεν ήξερα.

Πώς να βοηθήσω τα παιδιά στο σχολείο; Ήξερα γράμματα;

 

Σπυριδούλα Καραγεώργου

– Σχολείο πήγες;
– Μέχρι τη Δευτέρα τάξη.
– Γιατί σταμάτησες;
– Ήμουνα μακριά. Μια ώρα δρόμο. Παπούτσια δεν είχα. Φόραγα γουρνοτσάρχα. Έβγαιναν. Γύρ’ζανε ανάποδα. Τα πέταγα και πάαινα ξυπόλυτη. Με σχόλασε ο πατέρας μ’ γιατί ήτανε και άρρωστος… Μέχρι χωράφι έκανα, με το ζευγάρι τις γελάδες…

Γιωργίτσα Κωνσταντινίδη

– Σχολείο πήγες;
– Σχολείο; Δεν ξέρω από πού μπαίν’νε μέσα. Δε πήγα καθόλ’.
– Σε στενοχώρησε αυτό;
– Τότε, να σ’πω, δεν το καταλάβαινα. Αλλά τώρα με στενοχωρεί πολύ.
– Γιατί;
– Γιατί, που είναι τα μάτια μ’ κλεισμένα. Όθε να πάω, δε βλέπ’νε. Όθε να πας, τα γράμματα χρειάζονται. Λίγα, ας μην ήξερα πολλά. Δεν ήθελα πολλά.
– Γιατί δεν πήγες σχολείο;
– Δεν είχε τον τρόπο ο πατέρας μ’ τότε να με στείλ’ σχολείο. Πάαινε κι έβανε μέσο στο δάσκαλο και μας έκοβε να μην τον κυν’γάνε. Και δε πήγαμε σχολείο. Καμία, εμείς, δεν ήξερε γράμματα.