Κοινωνικές εκδηλώσεις - Γάμος

Ο γάμος ήταν μια ξεχωριστή εκδήλωση για την κοινωνία του μικρού χωριού. Δεν ήταν μόνο ευκαιρία για χορό, τραγούδι και διασκέδαση. Ο γάμος σήμαινε παιδιά, σήμαινε μέλλον για το χωριό.

Κατά κανόνα, φτάνανε στο γάμο ξεκινώντας με προξενιό, ειδικά αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό. Αλλά φυσικά δεν ήταν το προξενιό ο μόνος δρόμος.

Ας δούμε τι μας είπαν σχετικά, κάποιες από τις γυναίκες του χωριού:

– Πως έφτασες στο Αργυρό Πηγάδι;
– Με προξενιό. Ήρθε συμπεθερικό 40, 50 άτομα και με πήρανε.

– Ο άντρας μου με είδε όταν ήμασταν ανταρτόπληκτοι στη Γουρίτσα. Και όταν ήρθαμε πίσω έστειλε προξενιό μ’ ένα ξαδερφό τ’ στο πατέρα μ’.

– Δεν παντρεύτηκα με προξενιό. Οι δυο μας… Με τον τρόπο που μου μίλησε, μου έδωσε θάρρος. Γιατί έρχεται ένας άντρας και μιλάει καθαρά. Χωρίς να φαίνεται πονηρός.

– Τον άντρα σου πως τον παντρεύτηκες;
– Η μάνα μου με τον πεθερό μ’ τα κανονίσανε. Κάναμε μαζί χωράφι.
– Σε ρωτήσανε αν τον θέλεις;
– Με ρωτήσανε. Και είπα αφού το λέτε εσείς, θα πω εγώ όχι, να γίνουμε μύθος;
– Τον ήθελες;
– Τον ήθελα και μ’ ήθελε. Τον ήθελα και πολύ κιόλα.
– Ο αρραβωνιαστικός σου ερχόταν στο σπίτι;
– Ήρθε δυο φορές. Κι η μάνα μ’ του ‘πε «δε θα ξαναρθείς. Μόνο γαμπρός.»

– Εγώ τον άντρα μου τον πήρα με προξενιό.
– Ποιός σε προξένεψε;
– Ένας πρώτος ξάδερφος τ’ άντρα μ’. Το ‘πε στο πατέρα μ’ κι αυτός με κάλεσε και μου το’ πε… Ήτανε από δω αλλά δεν είχαμε δεσμό. Μόνο ένας είχε δεσμό εδώ. Ο Ηλίας ο Σωτηρόπουλος με τη Λουκία. Κάποια μέρα κλεφτήκανε. Την πήρε ο Ηλίας και πήγανε στα «κουριά». «Άμα δεν παντρευτούμε, θα σκοτωθούμε», είπανε. Και τελικά την πήρε… Έφτιαξε ο άντρας μου στεφάνι με βέργα από κλήμα και τους στεφάνωσε ο παπάς.

Οι εκδηλώσεις οι σχετικές με το γάμο ξεκινούσαν την Τετάρτη με τα προζύμια στο σπίτι του γαμπρού και συνέχιζαν την Πέμπτη με τα προζύμια στο σπίτι της νύφης. Κοσκινίζουν αλεύρι με το οποίο θα αναπιάσουν τα προζύμια και θα κάνουν την κουλούρα του γάμου. Το σιτάρι που έδινε το αλεύρι για τα προζύμια αλεθόταν την ίδια μέρα και κατά προτεραιότητα.

Χριστόφορος Καραγεώργος:

Την Τετάρτη φέρνανε το σιτάρι στο μύλο, να τ’αλέσει ο μυλωνάς. Αυτό το γνωρίζω γιατί ο πατέρας μ’ ήτανε μυλωνάς. Ό,τι είχε το κοφίνι μέσα έπεφτε και μετά βάζανε το σιτάρι για τα προζύμια.

Και μάλιστα για αυτό το άλεσμα ο μυλωνάς δεν έπαιρνε ξάι.

Χριστόφορος Καραγεώργος:

Για αμοιβή έφερνε στο μυλωνά μια κουλούρα, ένα κομμάτι τυρί κι ένα μπουκάλι κρασί. Δεν έπαιρνε ξάι. Και το τρώγανε μαζί…

Το αλεύρι το έβαζαν σε μια μεγάλη σίτα την οποία κουνούσαν τα παιδιά, λέγοντας τραγουδιστά: «δε περνάει, δε περνάει…» Οι μεγάλοι έριχναν στη σίτα νομίσματα, λέγοντας «κοσκινείστε και θα περάσει». Κάποια στιγμή βέβαια το κοσκίνισμα τελείωνε. Τα νομίσματα, τα μοιράζονταν τα παιδιά που πήραν μέρος. Πέρα από την κουλούρα με το ζυμάρι έκαναν και ένα σταυρό στο ταβάνι του σπιτιού. Έριχναν λίγο αλεύρι και στη νύφη και της εύχονταν να ζήσει, να ευτυχήσει και να αποκτήσει πολλά παιδιά.

Την Πέμπτη ετοίμαζαν στο σπίτι της νύφης τα προικιά. Με τραγούδια γινόταν ο γίκος με τα υφαντά. Φλοκάτες, βελέντζες, κουβέρτες, τάπητες, κιλίμια, σακούλια υφαντά, όλα καμωμένα από τα επιδέξια χέρια της νύφης και της μάνας της καθώς και διάφορα κεντήματα. Βέβαια η νύφη συμπεριλάμβανε στην προίκα της και πολλά αγορασμένα είδη: πετσέτες, μαξιλάρια, σεντόνια, τραπεζομάντιλα και άλλα. Ανέβαζαν στο γίκο και ένα αγόρι, για γούρι, για να αποκτήσει το αντρόγυνο αγόρια.

Είναι μια πολύτιμη πολιτισμική κληρονομιά, που αξίζει να τη γνωρίσουμε, αξίζει να αποτελεί οδηγό ζωής για μας και τα παιδιά μας.

Γιατί το φυσικό περιβάλλον ήταν αυτό που τους φιλοξενούσε και τους παρείχε τους πόρους ζωής. Πόρους όχι ανεξάντλητους αλλά περιορισμένους. Άρα χρειαζόταν προσαρμογή στις συνθήκες του τόπου τους και συνετή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, έτσι που να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους. Χρειαζόταν αυτό που λέμε αειφορική διαχείριση.

Αξίζει να γνωρίσουμε τις αρχές και τις αξίες των ανθρώπων των ορεινών χωριών μας, καθώς και τον τρόπο ζωής τους. Όχι για να υπηρετηθεί η ανάγκη της νοσταλγίας, αλλά να διερευνηθεί το πόσο παραγωγικά ήταν και πώς τα κατάφερναν.
Θα το επιχειρήσουμε, σε αυτή την παρουσίαση, μέσα από το Αργυρό Πηγάδι, τον παλιό Γκιρτοβό, το πιο ορεινό χωριό του Δήμου Θέρμου, μέσα από τις φωτογραφίες και τις μαρτυρίες των ανθρώπων του χωριού αλλά και των επισκεπτών του, η μαρτυρία των οποίων έχει ιδιαίτερη αξία αφού είναι εξωτερικοί παρατηρητές.

Την Παρασκευή μετέφεραν τα προικιά από το σπίτι της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Στα μουλάρια φορτωμένα, ή και οι γυναίκες στην πλάτη τους.

Το Σάββατο το βράδυ στρωνόταν τραπέζι στο σπίτι της νύφης. Συμμετείχαν όλοι οι συγγενείς της. Ήταν το αποχαιρετιστήριο τραπέζι στο πατρικό της σπίτι. Όλα τα γλέντια ξεκίναγαν με το τραγούδι «Σε τούτη τάβλα πού ‘μαστε». Και ανάμεσα στα άλλα τραγούδαγαν το «Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ, μάνα μ’ μ’εδιωχνες απ’ τ’αλλα τα παιδιά σου. Κι ο πατέρας μου, κι αυτός μου λέει φέυγα…»

Την Κυριακή γινόταν ο γάμος. Ξεκίναγε το συμπεθερικό από το σπίτι του γαμπρού, αφού πρώτα «ξυρίζανε το γαμπρό» τελετουργικά. Ο γαμπρός και ο κουμπάρος μπροστά, και ένας μικρός που κρατούσε τα στέφανα.

Ξεκινώντας τραγούδαγαν το «Ας παν’ να δουν τα μάτια μου πως τα περνάει η αγάπη μου. Μη βρήκε αλλού κι αγάπησε και μένα με παράτησε…»

Και συνέχιζαν με το «Αρχοντόπουλο ξεκίνησε να πάει να στεφανώσει…» Φυσικά τραγούδαγαν και πολλά άλλα τραγούδια.

Πήγαιναν στο σπίτι της νύφης όπου γινόταν υποδοχή του γαμπρού από την πεθερά. Έπαιρναν τη νύφη και όλοι μαζί πήγαιναν στην εκκλησία για το μυστήριο. Στη συνέχεια πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού όπου η πεθερά τελετουργικά θα υποδεχόταν τη νύφη.

Η νύφη πάλι τελετουργικά θα πετούσε μήλα, νομίσματα και ρόδια, σύμβολα ευφορίας και ευημερίας.

Ακολουθούσε το γλέντι μέχρι τη Δευτέρα το πρωί. Στο γλέντι αυτό η κάθε οικογένεια καλεσμένων πήγαινε με ένα κανίστρι που περιείχε μια διακοσμημένη γαμήλια κουλούρα, την «προβέντα», πίτες και διάφορα άλλα φαγώσιμα.

Στο γάμο καλούνται και συμμετέχουν όλοι. Πρέπει να υπήρχε πολύ σοβαρή παρεξήγηση για να μην καλεστεί κάποιος στο γάμο. Είναι και μια ευκαιρία για αποκατάσταση σχέσεων. Βέβαια δεν είναι δυνατόν να καλεστούν όλοι στο τραπέζι. Δεν χωράνε. Όσοι είναι καλεσμένοι μόνο για την εκκλησία είναι καλεσμένοι «για χάζι».

Θυμάται η Ρήνα Κωνσταντινίδη:

Το ΄χω ακόμα το φόρεμα που φόραγα νύφη. Ήταν βυσσινί, μεταξωτό… Το πήρε η μάνα μ’. Πού δεν ξέρω… Και πήγα στο Παναιτώλιο, στη Χριστίνα και το ‘ραψα. Το πέπλο ήταν κανονικό, άσπρο… Ο Μητράκης φόραγε κοστούμι. Το είχε πάρει φαντάρος… Ήρθα νύφη με το μουλάρι, τη «Ρούσσα», του Γιώργου του Πριόβολου… Μ’ έφερε νύφη και μου ‘πε πώς θα κάνω με την κουλούρα, πώς θα πετάξω τα μήλα… Μου ‘κανε νοήματα… Κάναμε γάμο καλό… Η πεθερά μ’ με καρτέρεσε. Φόραγε μια άσπρη βαμπακέλα.

Με την πεθερά μ’ πήγαμε στο λόγγο να φέρουμε ξύλα… Ξερά και χλωρά μαζί… Γιατί δεν ξέρω… Οι νυφάδες φέρνανε και την τριχιά για προίκα… Τριχιά και ρόκα…

Τραγούδια από Γ.Ι. Κωνσταντινίδη: