Το Αργυρό Πηγάδι, ριζωμένο σε μια πλαγιά της Τριανταφυλλιάς, στα 1000 μέτρα υψόμετρο, είναι το πλέον ορεινό χωριό του Δήμου Θέρμου.
Η αρχή της πορείας του στο χρόνο εντοπίζεται στην εποχή του Έθνους των Αιτωλών.
Γιάννης Νεραντζής, Αρχαιολόγος:
Ας μιλήσουμε για τη διαχρονική πορεία του χωριού, και ας ξεκινήσουμε από τις απαρχές δημιουργίας του οικισμού. Ο οικισμός δημιουργείται στην αρχαιότητα από τους Αιτωλούς. Είναι οικισμός και ανήκει στους οικισμούς της φυλετικής κοινωνίας των Αιτωλών.
Αποδείξεις αρχαιολογικές έχουμε για τη δημιουργία και τις απαρχές του οικισμού εδώ στο Αργυρό Πηγάδι. Η μια απόδειξη, αρχαιολογική, είναι τα υπάρχοντα ακόμα κατάλοιπα πιθανόν από την αρχαία ακρόπολη, αν το κομμάτι που σώζεται είναι από αρχαία οχυρωμένη ακρόπολη…
…Το δεύτερο τεκμήριο, αρχαιολογικό, είναι ένα οικοδομικό κομμάτι, που βρέθηκε πίσω από το Ιερό του Ναού του Αγίου Δημητρίου.
Και η τρίτη αρχαιολογική απόδειξη είναι βέβαια και η βασικότερη γιατί το κάθε χωριό είχε το νεκροταφείο του. Βρήκαμε, λοιπόν, και δύο τάφους, αρχαίους τάφους, κιβωτιόσχημους, που ο ένας είχε κτερίσματα, ήταν κτερισμένος, ο άλλος ήταν κενός. Προφανώς ανήκαν στο αρχαίο νεκροταφείο αυτής της αρχαίας κοινότητας.
Ο λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος που περιηγήθηκε τα χωριά της Αιτωλ/νιας, περνώντας και από το Αργυρό Πηγάδι, παρατήρησε ότι υπήρχαν διάσπαρτα αρχαία κεραμίδια.
Μέχρι σήμερα επιβεβαιώνεται η πληροφορία του Λουκόπουλου, γιατί όντως σε όλη την επιφάνεια του εδάφους της περιοχής υπάρχουν διάσπαρτα αρχαία κεραμίδια, άλλη μια απόδειξη της οίκησης του χώρου από την αρχαιότητα.
Επίσης άλλη μια απόδειξη αρχαιολογική για την κατοίκηση του χώρου από την αρχαιότητα, από τους Αιτωλούς, είναι το δεδομένο ότι στον κατάλογο ευρημάτων του Μουσείου Αγρινίου είναι καταγεγραμμένη ως προερχόμενη από το χωριό Αργυρό Πηγάδι, μια πήλινη κωνική σφραγίδα, ενεπίγραφη μάλιστα.
Το παλιότερο όνομα του χωριού ήταν Γκε(ι)ρτοβός. Στα 1928 το χωριό μετονομάστηκε σε Αργυρό Πηγάδι, τοπωνύμιο που μέχρι τότε αναφερόταν σε πηγή και την περιοχή γύρω από αυτή.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πολλοί επιλέγουν για κατοίκηση το δυσπρόσιτο ορεινό χωριό. Τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα ηπειρώτες αγωνιστές με τις οικογένειές τους βρίσκουν καταφύγιο στο απομακρυσμένο Αργυρό πηγάδι. Πολύ λογικά λοιπόν, το χωριό αυτό πρωτοστατεί στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
Πληθώρα γραπτών μαρτυριών εδραιώνουν την κοινή πεποίθηση ότι οι περισσότερες από τις οικογένειες που διαβιούν και σήμερα στο Αργυρό Πηγάδι ή κατάγονται από αυτό, έχουν ηπειρώτικες ρίζες.
Τρανή απόδειξη της παρουσίας των ηπειρωτών αγωνιστών, είναι η ανέγερση στο χωριό του πρώτου ναού προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα του εξ Ιωαννίνων που μαρτύρησε στα Γιάννενα το 1838.
Γιάννης Νεραντζής :
Οι επιθυμητοί όροι ώστε να δημιουργηθεί ένας οικισμός, να γίνει εγκαθίδρυση ενός οικισμού, έχει πάντα σχέση αφ’ ενός με τις δυνατότητες εγκατάστασης μονίμου κατοικίας, δηλαδή να υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε νερό, είτε σε ρέμα είτε σε πηγή, και το δεύτερο σπουδαίο είναι να υπάρχει ζωτικός παραγωγικός χώρος…
Το Αργυρό Πηγάδι επιλέχθηκε ως τόπος εγκαταβίωσης, γιατί η θέση του χωριού εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις ενός ελάχιστου ζωτικού παραγωγικού χώρου.
Το χωριό εκτείνεται στο κέντρο μιας γεωγραφικής λεκάνης, που παρέχει επαρκή ασφάλεια και στερεά εδάφη για την οργάνωση οικισμού.
Η αρχιτεκτονική των κτισμάτων θα προσαρμοστεί στις συνθήκες του τόπου και θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατοίκων.
Διαθέτει φυσικούς πόρους, έστω και περιορισμένους. Καλλιεργήσιμες εκτάσεις διαμορφωμένες στις πλαγιές των βουνών, βοσκότοπους, δάσος, αρκετά νερά.
Βέβαια, το μεγάλο υψόμετρο στο οποίο ήταν κτισμένο το χωριό, δυσκόλευε τη ζωή των γεωργοκτηνοτρόφων κατοίκων, ιδιαίτερα το χειμώνα. Λίγοι κατέβαιναν με τα ζωντανά τους στα χειμαδιά.
Γιώργος Ι. Κωνσταντινίδης, Πρόεδρος Κοινότητας:
Πολύ δύσκολη ήταν η ζωή στο χωριό… αλλά τα καταφέρναμε. Με μεγάλο κόπο.
Ωστόσο η θέση του χωριού και ο προσανατολισμός του το ευνόησαν. Το χωριό βρίσκεται κτισμένο στην ηλιόλουστη νοτιοανατολική πλαγιά της Τριανταφυλλιάς. Ο ήλιος το κτυπάει νωρίς το πρωί και φεύγει αργά το απόγευμα. Βοηθάει να λειώσουν τα χιόνια, να ξεπαγώσουν τα νερά, να αναπτυχθούν τα φυτά, να ωριμάσουν τα σταφύλια.
Μαρία Καραγεώργου, κάτοικος χωριού:
Τον καινούριο τόπο τον ήξερα. Περνάγαμε απέναντι απ’ τη Κουσίνα και τον έβλεπα. Αυτό είναι τ’ Αργυρό Πηγάδ’. Α, λέω, καλότυχοι, δεν έχ’νε χιόνια. Εμείς είχαμε χιόνια στο χωριό μας, πολλά…
Το βουνό του Παναιτωλικού με τη συγκεκριμένη του, τοπικά, μορφολογία προστατεύει το χωριό από τους βοριάδες, το κάνει αρκετά απάνεμο, το βοηθάει να ζήσει.
Ο αρχιτέκτονας Χρήστος Κατσιμπίνης παρατηρώντας το χωριό από τον Άγιο Γεώργιο, σε σκίτσο του το 2002, το βλέπει προφυλαγμένο κάτω από τις φτερούγες ενός μεγάλου αετού. Η μια είναι η Τριανταφυλλιά και η άλλη το Μέγα Ίσωμα – Βαμβακιά..
Κάθε νοικοκυριό του ορεινού χωριού καλύπτει τις ανάγκες του, στηριζόμενο σε αυτά που παράγει και σε αυτά που του δωρίζει ο τόπος του.
Η πρώτη βασική ανάγκη που έπρεπε να καλυφθεί ήταν το ψωμί της οικογένειας, ουσία και σύμβολο της ζωής.
Η γεωργία αποτελεί την κύρια παραγωγική δραστηριότητα. Διαμορφώνουν τις πεζούλες ή αναβαθμίδες με τοίχους αντιστήριξης. Οργώνουν τα χωράφια τους με βόδια σε ζευγάρια ή σκληροτράχηλα μουλάρια.
Για το ψωμί καλλιεργούν καλαμπόκι και σιτάρι. Παράγουν και όσπρια,- φασόλια, φακές, ρεβίθια και όλα τα κηπευτικά. Φημισμένα ήταν τα αργυροπηγαδίτικα φασόλια.
Γράφει ο Δ. Λουκόπουλος:
…παίρνομε κατήφορο και φτάνουμε σ’ ένα ίσωμα, γούπατο με πολλά χωράφια που κάνουν καλαμπόκι και ξακουστά φασόλια. …Αργυροπηγαδίτικα φασόλια αν φάτε που βράζουν μ’ ένα νερό, θάχετε να το μολογάτε όλη τη ζωή σας. Τα κάνει ο τόπος νόστιμα και βραστερά.
Και ο Κώστας Δ. Μαραγιάννης, στο βιβλίο του «Το Αργυρό Πηγάδι (Γκιρτοβός) και ο Ναός του Αγίου Γεωργίου»:
Εδώ βγαίνουν τα καλύτερα φασόλια της Αιτωλίας, τα καλύτερα κάστανα και τα καλύτερα κεράσια. «Κεράσι απ’ το Γκιρτοβό, κεράσι όποιος φάει δε θα γηράσει» φώναζαν οι διαλαλητές στην αγορά του Θέρμου κατά το 1940.
Για τους σπόρους φρόντιζαν οι ίδιοι και κρατούσαν ένα τμήμα της παραγωγής τους, το καλύτερο. Κατά διαστήματα αλλάζουν σπόρο παίρνοντας από άλλους παραγωγούς του χωριού ή και από γειτονικά χωριά. Χρησιμοποιούσαν ποικιλίες δοκιμασμένες και προσαρμοσμένες στο κλίμα του τόπου τους.
Η σκληρή ζωή ήθελε το αντίδοτό της, τον οίνο που ευφραίνει καρδίαν και δίνει δύναμη. Για αυτό και η φροντίδα για τα κλήματα, που έδιναν το κρασί και το τσίπουρο, ήταν ιδιαίτερη.
Το νερό, ως φυσικός πόρος ανεκτίμητης αξίας, για τις οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, επιβάλλει την ορθολογική διαχείρισή του.
Συνήθως οι πηγές του νερού βρίσκονται μακριά από τις γεωργικές εκτάσεις.
Πολλές φορές απαιτείται το «πιάσιμο» του νερού σε κάποιο ρέμα, η «δέση».
Στη συνέχεια διαμορφώνεται το αυλάκι που μπορεί να έχει μήκος κάποια χιλιόμετρα και να περνάει από κάποια πολύ δύσκολα σημεία.
Με το νερό δουλεύει και ο μύλος του χωριού που ανήκε στον Άγιο Δημήτριο.
Η επιβίωση του χωριού στηρίχτηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην κτηνοτροφία. Κάθε σπιτικό διέθετε τα ζωντανά του. Ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κοπάδι από πρόβατα ή γίδια ανάλογα με τις δυνατότητές του να το συντηρεί. Γεωργία και κτηνοτροφία λειτουργούν συμπληρωματικά.
Για ζωοτροφές, καλλιεργούν τριφύλλια και αξιοποιούν τις καλαμποκιές και τα άχυρα που παίρνουν από την καλλιέργεια του καλαμποκιού και του σιταριού. Η κοπριά των ζώων, αξιοποιείται στη λίπανση των χωραφιών.
Οι γεωργικές εκτάσεις, όταν ολοκληρώνεται η συγκομιδή, αποδίδονται στην κτηνοτροφία, χωρίς περιορισμούς ιδιοκτησίας.
Η εκτροφή των ζώων εξασφάλιζε στο νοικοκυριό βασικά είδη διατροφής, κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα. Παρασκεύαζαν επίσης τραχανά και χυλοπίτες, τροφές που κάλυπταν το βασικό καθημερινό διαιτολόγιο τους χειμωνιάτικους μήνες.
Πολύτιμο προϊόν στην οικιακή αγροτική οικονομία ήταν και το μαλλί των αιγοπροβάτων. Το έγνεθαν με τη ρόκα και με το νήμα έπλεκαν ζεστά μάλλινα ρούχα.
Στο μικρό οικιακό εργαστήριο, τον αργαλειό του σπιτιού, ύφαιναν τα κλινοσκεπάσματα, αλλά και τα στρωσίδια, που κρατούσαν ζεστό το σπίτι, τους κρύους χειμωνιάτικους μήνες. Ύφαιναν ακόμα τα σακιά και τα σακούλια τους. Με το γίδινο μαλλί έφτιαχναν τις κάπες.
Κάθε σπίτι διέθετε και τα οικόσιτα ζώα του. Τις κότες και το γουρούνι του. Το αγόραζαν την άνοιξη και το πάχαιναν μέχρι τα Χριστούγεννα οπότε το έσφαζαν.
Εξασφάλιζε έτσι η οικογένεια κρέας μέχρι τις αποκριές του Πάσχα. Το συντηρούσαν παστό ή καπνιστό. Παράλληλα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τις ματιές και τις τσιγαρίδες, ενώ το λίπος του, τη γλίνα, τη χρησιμοποιούσαν στα φαγητά τους.
Η εκτροφή κατοικίδιων ζώων επιτρέπει την φυσική ανακύκλωση. Δεν πετιέται τίποτα που μπορεί να αποτελέσει τροφή των ζώων. Για αυτό και τα απορρίμματα ήταν ελάχιστα.
Η ίδια πρακτική ακολουθείται και στη διαχείριση των παλαιών ρούχων. Τα υφαίνουν κουρελούδες, χρήσιμα στρωσίδια για το σπίτι. Είναι έξω από τη λογική τους η σπατάλη διαθέσιμων πόρων.
Το δάσος, με χαρακτηριστικό του τα πολλά είδη φυτών και κυρίαρχο τον έλατο, ήταν συντελεστής ζωής για το χωριό. Προμήθευε τα καυσόξυλα για τη θέρμανση του σπιτιού και το μαγείρεμα. Τα κλαδιά του για ζωοτροφή. Την ξυλεία για την κατασκευή των σπιτιών και των καλυβιών. Μαδέρια για τα πατώματα, τις στέγες, τις ξυλοδεσιές. Σανίδια για τα ταβάνια, τα πορτοπαράθυρα, τα ντουλάπια, τα κασόνια.
Το καστανόδασος δίνει τα νόστιμα κάστανα, πολύτιμη τροφή για ανθρώπους και ζώα.
Η άφθονη βλάστηση με τα έλατα, τις καστανιές και την ποικιλία των αρωματικών φυτών, ευνοεί την ανάπτυξη των μελισσιών.
Tο δάσος με τα αρωματικά του φυτά και τα θεραπευτικά του βότανα, αποτελεί το φαρμακείο της φύσης.
Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών είχαν συναίσθηση της σημασίας του δάσους για τη ζωή τους καθώς και της ανάγκης προστασίας του. Και η αδιατάρακτη για αιώνες συνύπαρξή τους είναι αδιάψευστος μάρτυρας.
Χρειάζονταν βέβαια και αγαθά που δεν παρήγαγαν οι ίδιοι. Λάδι, αλάτι, ρούχα, παπούτσια, εργαλεία. Αυτά τα αγόραζαν, από τα τοπικά καφεπαντοπωλεία ή το Θέρμο, άρα χρειάζονταν χρήματα. Πολλοί ήταν μάστορες, χτίστες, μαραγκοί, ράφτες, που δούλευαν στο χωριό και τα γειτονικά χωριά.
Κυρίως όμως εξασφάλιζαν τα απαραίτητα χρήματα πουλώντας κάποια από τα δικά τους προϊόντα: φασόλια, τυρί, βούτυρο, δέρματα, καρύδια, μέλι.
Γεωργία Κωνσταντινίδη, κάτοικος χωριού:
Φασόλια.. Μαζεύαμε πολλά. Γίνονταν. Κρατάγαμε όσα χρειάζονταν για το σπίτ’ και τα άλλα τα πουλάγαμε. Μαζεύαμε και καρύδια. Τα καρύδια μόλις τα μαζεύαμε έρχονταν και τα ‘παιρναν. Πουλάγαμε τα καρύδια, πουλάγαμε και τα φασόλια, όσα περίσσευαν. Φτιάχναμε και μαρτίνια. Αρνιά. Τα φτιάχναμε μεγάλα και τα πουλάγαμε. Στο παζάρ’ στο Θέρμο. Αλλά θα πουλάγαμε και κάνα γελάδι. Θα παίρναμε άλλο αλλά θα μας έμενε κι από εκεί. Κι έτσι κονομιόμαστα.
Δημήτρης Καραγεώργος: Αγροφύλακας:
Είχαμε τρεις καρυδιές. Παίρναμε 120 με 150 οκάδες καρύδια. Πήγαινε ο πατέρας μ’ στον Προυσό και αγόραζε πράματα.
Ηλίας Τσόλκας, κάτοικος χωριού:
Εγώ με τον πατέρα μου παίρναμε το τυρί από εδώ το πηγαίναμε στον Προυσό και το πουλάγαμε και φέρναμε αλάτι για το σπίτι.
Πολλές φορές γίνονταν συμφωνίες ανταλλαγής προϊόντων. Φασόλια με παπούτσια, μέλι με λάδι.
Γιάννης Κωστόπουλος , κάτοικος χωριού:
Ειδικά το καλοκαίρι, που ήταν τα φασόλια κι αυτά, είχε κάποιον στο Θέρμο, έναν Μπαμπάτσικο Λάμπρο, τσαγκάρη. Πήγαινε και μας έφτιαχνε από ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα της αδερφής μου, ένα της μάνας μου και ένα δικό μου και η αμοιβή του, αυτουνού, επειδή δεν είχε λεφτά, τούδινε φασόλια, δέκα οκάδες φασόλια.
Γράφει χαρακτηριστικά ο λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος στο βιβλίο του «Θέρμος και Απόκουρο» που επισκέφθηκε το χωριό το 1940:
Κι έτσι λοιπόν ο Γκερτοβός ( Αργυρό Πηγάδι) έχει το ψωμάκι του, έχει τα όσπριά του, τρώει και πουλεί, κάνει κρασί μπόλικο, μπόλικα έχει και τα γαλακτερά, και τρώει και πουλεί. Κάστανα βγάζει περίσσεια. Ένα βουνίσιο χωριό σαν τούτο και να τάχει όλα τα χρειαζούμενα είναι από τα σπάνια. Κι έτσι εξηγείται γιατί και στην αρχαία εποχή κατοικούσαν εδώ πάνω Αιτωλοί…
Οι άνθρωποι του ορεινού χωριού καταφέρνουν και καλύπτουν τις ανάγκες τους. Φυσικά με σκληρή δουλειά. Αλλά και με οργάνωση.
Το σημείωμα με τα «έξοδα του 1900»
Ας δούμε την οικονομική διαχείριση μιας οικογένειας, του 1900, μέσα από τα σημειώματα εσόδων και εξόδων που κρατούσε.
Κάποιες δαπάνες είναι δύσκολο να τις αντιληφθούμε, όπως « Μετρητά δια το ίκον μου» δρχ 50.30.
Τα άλλα είναι ψώνια σε τοπικά μαγαζιά ( Αντωνόπουλος, Παναγιωτόπουλος), επιστροφές δανείων ή δάνεια, ψώνια στο Κεφαλόβρυσο και πληρωμή στον σπράχτορα – προφανώς είναι φόροι.
Και άλλα έξοδα που καταγράφονται στο σημείωμα: Δια αλάτι δρχ 5 Δια καλατζή 3 Δια την βαριά 1.
Όλα κατανοητά, αναπόφευκτες δαπάνες. Σύνολο εξόδων 141,50 δραχμές.
Το σημείωμα με τα «έσοδα – “Ισοδία” του 1900»
Από κουκούλι 95,35 δραχμές Από γουρούνι 14,25 Από αραβόσιτον 18,30 Από αγώγια 18 δραχμές.
Αυτά κάνουν σύνολο 145,90 δραχμές Και προστίθενται από καρύδια 9,18 δραχμές.
Κύρια πηγή εσόδων της οικογένειας είναι η παραγωγή.
Το κουκούλι, που προέρχεται από την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και δίνει το μετάξι, είναι το πιο σημαντικό προϊόν. Για αυτό και οι πολλές μουριές που υπάρχουν στο χωριό. Προφανώς έθρεψαν ένα γουρούνι για το σπίτι και ένα που πούλησαν. Πούλησαν καλαμπόκι και καρύδια.
Αλλά η οικογένεια είχε έσοδα και από προσφορά υπηρεσιών, έκανε αγώγια.
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Ως νοικοκυριό, ως χώρα, δεν μπορείς να είσαι αυτάρκης αν δεν έχεις παραγωγή. Και παραγωγή μπορείς να έχεις αν αξιοποιήσεις τις δυνατότητες που σου δίνει ο τόπος σου, όποιος κι αν είναι αυτός.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο είναι το ανώτερο όργανο της Κοινότητας και ασχολείται με όλα τα θέματα που αφορούν το χωριό.
Απόστολος Κωστόπουλος, πρώην Βουλευτής:
Το βέβαιο είναι ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο του χωριού μας αποτελούσε και το κεντρικότερο όργανο.
Χριστόφορος Καραγεώργος, Πρόεδρος και Γραμματέας της Κοινότητας:
Τα πιο σημαντικά θέματα του Κοινοτικού Συμβουλίου ήταν οι εσωτερικοί δρόμοι, οι δρόμοι για τα γειτονικά χωριά, τα όρια με τα γειτονικά χωριά, τα αυλάκια, τα νερά. Όλα αυτά ήταν θέματα του Κοινοτικού Συμβουλίου.
Το Κοινοτικό Συμβούλιο παίρνει αποφάσεις αφού προηγηθεί ανοικτή διαβούλευση με τους κατοίκους. Διαβάζουμε σε απόφασή του για την άρδευση του 1970:
«Τα αγροκτήματα αρδεύονται βάσει ωρολογίου αρδεύσεως. 4 ώραι κατά στρέμμα βάσει κοινής συμφωνίας»
Η απόφαση όμως, είναι δεσμευτική για όλους και ο καθένας οφείλει να τη σεβαστεί.
Χριστόφορος Καραγεώργος:
Βεβαίως σεβαστές… Ίσως να βρισκότανε κάποιος. Αλλά κατ’ αρχήν δεν άντεχε τη βοή των υπολοίπων. Ήταν δυνατόν να ζήσει εδώ στο χωριό ένας και να είναι αντίθετος;
Δημήτρης Καραγεώργος, Αγροφύλακας:
Ναι, νόμος απαράβατος… Το Κοινοτικό Συμβούλιο έπαιρνε απόφαση και έλεγε: Στη θέση Ριζά, για παράδειγμα, φέτος καλαμπόκια… Δε μπορεί ο άλλος να πάει να σπείρει στάρι.
Φυσικά και δημιουργούνται προστριβές μεταξύ τους.
Απόστολος Κωστόπουλος:
Ασφαλώς και υπήρχαν προβλήματα και διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Σε μια κοινωνία που συμβιεί ασφαλώς και θα υπάρχουν τέτοια προβλήματα. Αλλά τα προβλήματα αυτά στο χωριό μας λύνονταν επί τόπου. Άλλωστε το χωριό ήταν απομονωμένο από την κεντρική εξουσία, η κεντρική εξουσία ήταν κατά βάση στο Θέρμο, και ασφαλώς για να πάει κανείς στο Θέρμο ήταν πάρα πολύ δύσκολο και επομένως η ανάγκη τους επέβαλε να τα λύνουν επί τόπου τα προβλήματα, με συνεννόηση, με αγάπη, με αγαστή συνεργασία. Συνηθισμένες αφορμές για τα προβλήματα που κατεγράφοντο ήταν οι αγροζημίες, ή τα βοσκοτόπια, το σπουδαιότερο όμως ήταν με την άρδευση. Εκεί υπήρχαν προστριβές.
Με τις αγροζημίες ασχολείται κυρίως ο αγροφύλακας, ο οποίος προσπαθεί να προλαβαίνει τις ζημιές, γνωρίζοντας ποιοι από τους χωριανούς είναι οι περισσότερο επιρρεπείς σε αυτές. Όπως χαρακτηριστικά λέει:
Υπήρχαν και διαόλοι. Αλλά οι περισσότεροι ήταν μονιασμένοι.
Οι εντάσεις και οι προστριβές εξαιτίας των νερών δεν έλειπαν ποτέ. Γιατί το θέμα του ποτίσματος των χωραφιών ήταν θέμα εξασφάλισης του ψωμιού της οικογένειας, ήταν θέμα επιβίωσης. Οι εντάσεις αυτές κατά κανόνα τελείωναν με την πρώτη καλή βροχή, συνήθως στα μέσα του Αυγούστου.
Ιωάννα Βάρσου:
Μια βροχή μας σώζει…
Το Κοινοτικό Συμβούλιο ασχολείται και με την αντιμετώπιση των διαφορών που παρουσιάζονται στην καθημερινή ζωή. Συνήθως ορίζει και Επιτροπή από άτομα σεβαστά, κοινής αποδοχής.
Χριστόφορος Καραγεώργος:
Προτιμούσαν τις διαφορές τους να τις λύνουν εδώ επί τόπου. Κατ’ αρχήν τα παράπονα πηγαίνανε στον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος το κουβέντιαζε με το Κοινοτικό Συμβούλιο, άμα ήτανε να ζητήσουν και τη γνώμη από άλλα πρόσωπα σεβαστά, εννοώ τους γερόντους και προσπαθούσαν τα προβλήματα να τα λύσουν εδώ επί τόπου.
Τα μέλη των επιτροπών προσπαθούσαν να είναι δίκαιοι και η πρότασή τους γινόταν κατά κανόνα αποδεκτή.
Χριστόφορος Καραγεώργος:
Πάντα προσπαθούσαν. Δεν κοίταζαν ούτε συγγενή, ούτε φίλο, ούτε γείτονα. Κοίταζαν το γενικό συμφέρον, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Για αυτό ήταν πολύ δύσκολο να μη γίνει σεβαστή η γνώμη της Επιτροπής.
Δημήτρης Καραγεώργος:
Τα καλύτερα άτομα στην Επιτροπή. Όχι πάθος. Έλα εδώ σου λέγανε. Τα πράματα είναι έτσι…. Δώσε τα και έλα να κάνουμε τσιγάρο…
Χριστόφορος Καραγεώργος:
Αυτά τα άτομα υποτίθεται ότι ήταν τα πιο σεβαστά του χωριού. …….. Αν ο ένας στα εκατό πήγαινε στο δικαστήριο… Σκεφτότανε όμως, αν η Επιτροπή πήγαιναν σαν μάρτυρες, θα την έχανε την υπόθεση. Οπότε ήθελε δεν ήθελε, συμφωνούσε.
Για προβλήματα που ανεγείρονταν ξαφνικά υπήρχε η δυνατότητα άμεσης σύγκλισης έκτακτης Γενικής Συνέλευσης από τον διαμαρτυρόμενο, ο οποίος «μάζευε το χωριό» έχοντας εμπιστοσύνη στη δίκαιη συλλογική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Χριστόφορος Καραγεώργος:
Όταν κάποιος στο χωριό θεωρούσε ότι ήταν αδικημένος … το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κτυπήσει την καμπάνα . Τρέχανε ο Πρόεδρος , το Κοινοτικό συμβούλιο και όλοι οι κάτοικοι…. Γίνεταν συζήτηση και λύνονταν το πρόβλημα επί τόπου. Δεν τρέχανε στα δικαστήρια. Η μόνη λύση ήταν να βαρέσουμε την καμπάνα, να μαζευτεί το χωριό, να λύσουμε το πρόβλημα.
Απόστολος Κωστόπουλος:
Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κάποιος να έμενε δυσαρεστημένος από τον συμβιβασμό που γινότανε. Ή ο αγροφύλακας να μην έλυνε σωστά τη διαφορά, να νόμιζε ότι είχε περισσότερο δίκιο απ’ ό,τι του απενέμετο, με αποτέλεσμα θυμωμένος να φεύγει για τον Κατή. Τι ήταν ο Κατής; Ο Κατής ήταν το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο όμως ήταν στο Θέρμο. Για να πάει κάποιος στο Θέρμο τότε δεν υπήρχε ούτε συγκοινωνία, ούτε δρόμος, χωματόδρομος.
Θα έλεγα λίγοι ήταν αυτοί που διαφωνούσαν και έπαιρναν το δρόμο για τον Κατή. Αλλά έμεινε παροιμιώδης η φράση στο χωριό μας «στου Κατή τον έλατο». Που σημαίνει ότι απέναντι από το χωριό μας, στη «Σκάλα» που λέμε σήμερα, υπήρχε ένας μοναχικός και μεγάλος έλατος. Εκεί όταν έφτανε ο κάθε διαμαρτυρόμενος, παίρνοντας το δρόμο για το Θέρμο, για το Δικαστήριο, κοίταζε προς το χωριό, μετάνιωνε, έλεγε που να πάω τόσο μακριά και ξαναγύρναγε πίσω δίνοντας τόπο στην οργή. Δηλαδή δεν έφτανε ποτέ στο Θέρμο, στον Κατή, για αυτό λέμε «στου Κατή τον έλατο».
Ακόμα και σε οικογενειακές διενέξεις προσπαθούσε να βοηθήσει ο Πρόεδρος.
Γιώργος Ι. Κωνσταντινίδης :
Όταν συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό, και στα οικογενειακά, επενέβαινε ο Πρόεδρος. Κάλεγε δυο σεβαστούς και προσπαθούσε να συμβιβάσει. Έτσι δούλευε το χωριό.
Έτσι δούλευε το χωριό. Στη μικρή κοινότητα δεν υπήρχε περιθώριο για εγωιστικές, ατομικιστικές συμπεριφορές. Το ατομικό έπρεπε να υποχωρήσει μπροστά στο συλλογικό, στο κοινό καλό.
Υπήρχαν άγραφοι κανόνες για ό,τι είχε σχέση με την κοινοτική ζωή, τους οποίους όλοι σέβονταν. Όποιος τους παρέβαινε αντιμετώπιζε την κατακραυγή. Την παρατήρηση από τον κάθε χωριανό, το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Απόστολος Κωστόπουλος:
Το Δίκαιο στο χωριό μας, επειδή ήταν απομονωμένο, ήταν περισσότερο εθιμικό, παρά δίκαιο κανόνων γραπτών. Οι άνθρωποι συμβίωναν με αλληλεγγύη, με σεβασμό και η συνεργασία αυτή έχει κληρονομηθεί και από τους απογόνους τους.
Ασφαλώς και απενέμετο δικαιοσύνη, κοινωνική δικαιοσύνη κατά τον καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο και το αποτέλεσμα το σεβόντουσαν όλοι.
Η οικογενειακή και κοινοτική τους ζωή κυλάει με αρχές και αξίες, με κανόνες και έλεγχο. Αξιοποιώντας με σκληρή δουλειά ό,τι τους δίνει το φυσικό τους περιβάλλον.
Στη μικρή κοινωνία η συμπεριφορά του καθενός αξιολογείται κάθε στιγμή. Επιδοκιμάζεται και απολαμβάνει τη συλλογική εκτίμηση ή αποδοκιμάζεται και απομονώνεται. Κανένας όμως δεν θέλει την απομόνωση ή πολύ περισσότερο την περιφρόνηση της ομάδας.
Η αλληλεξάρτηση είναι βασικό χαρακτηριστικό της μικρής τους κοινωνίας. Η μακραίωνη ανθρώπινη εμπειρία τους έχει διδάξει ότι ο καθένας χρειάζεται όλους τους άλλους. Το συλλογικό πνεύμα, η αλληλοβοήθεια και η αλληλεγγύη κυριαρχούν στις σχέσεις τους.
Όλοι θα συνδράμουν για να κτιστεί ένα καινούριο σπίτι. Είναι η λεγόμενη «παρακαλιά». Θα προσφέρουν εργασία, θα δανείσουν το ζώο τους. Θα μεταφέρουν με φορείο τον άρρωστο μέχρι εκεί που έρχεται αυτοκίνητο, ακόμα και στο Θέρμο. Θα συμπαρασταθούν στις απρόσμενες δυσκολίες.
Χρήστος Κωστόπουλος, κάτοικος χωριού:
Είμαστε περήφανοι γι’ αυτό που υπήρχε στο χωριό, την αλληλεγγύη, τη συνεργασία… και όταν κτίζονταν σπίτι οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε πέτρες και πλάκες στην πλάτη τους φορτωμένες και οι άντρες στον ώμο.
Ή όπως το απέδωσε ο συντοπίτης ποιητής Γιώργος Σπυρόπουλος:
Δεν θα ξεχάσω τα ξενύχτια στ’αλώνια, την «παρακαλιά», τον τρυγητό, πώς χτίζουν σπίτια, δίνοντας χέρια και καρδιά.
Ζουν βέβαια λιτά. Η λιτότητα στον τρόπο ζωής τους είναι εμφανής στην ενδυμασία, στο φαγητό τους, στις κατασκευές τους. Δεν επιδιώκουν την επίδειξη ή την πολυτέλεια. Είναι σεμνοί και ταπεινοί, φιλότιμοι όμως, αξιοπρεπείς και υπερήφανοι.
H ολιγάρκεια είναι τρόπος ζωής και φιλοσοφία. Παλεύουν όχι για να πλουτίσουν, αλλά να τα φέρουν βόλτα. Τον καθημερινό επιούσιο άρτο θέλουν να έχουν, να συντηρήσουν την οικογένειά τους χωρίς να στερηθούν τα βασικά, τα αναγκαία.
Περιμένουν τις γιορτές για να ξεκουραστούν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Το ίδιο θα κάνουν στο πανηγύρι, στους γάμους. Κατανοούν από την εμπειρία τους τη σοφία της ρήσης «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος.»
Ανασταίνουν τις φαμίλιες τους, στα σπίτια που οι ίδιοι όρθωσαν, με τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν. Κερδίζουν τη ζωή με τον καθημερινό τους αγώνα. Bιώνουν τις παλίρροιες των καιρών με την απαντοχή και τη δύναμη που τους σφυρηλάτησε ο βουνίσιος τόπος και τρόπος.
Ευτυχισμένοι με το δικό τους τρόπο, μας κοινωνούν τον μαγικό δεσμό ανθρώπου και φύσης, μια παιδεία καθολικής αξίας που επανεντάσσει τον άνθρωπο στις λειτουργίες και την οικονομία της φύσης.
Μια παιδεία που προσφέρθηκε και στον ιερό χώρο αυτού του Σχολείου από άξιους και φωτισμένους δασκάλους. Στο Σχολείο αυτό, που συνεχίζει με μια άλλη μορφή την πορεία του στο χρόνο.
Όπου υπάρχει θέληση, ζήλος, αγάπη και ομόνοια γίνονται θαύματα.
Οι πρόγονοί μας με εθελοντική προσωπική εργασία έκτισαν σχολεία, εκκλησίες, νερόμυλους, αλώνια. Άνοιξαν δρόμους και αυλάκια και ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο των μικρών τους κοινωνιών.
Με σεβασμό υποκλινόμαστε στη μνήμη τους και εμπνεόμαστε από την αγάπη τους για τον φτωχό αλλά όμορφο τόπο τους.
Στο Δημοτικό Σχολείο Αργυρού Πηγαδίου υπηρέτησα για 3 περίπου χρόνια. Από το Νοέμβριο του 1962 ως τον Ιούνιο του 1965.
Νοιώθω χαρά μεγάλη γιατί το σχολείο αυτό στο οποίο υπηρέτησαν και τόσοι άλλοι άξιοι δάσκαλοι και μόρφωσαν γενιές αργυροπηγαδιτόπουλων δεν θα αφεθεί να καταρρεύσει, αλλά θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ένα κέντρο που θα αναδεικνύει τον τρόπο οργάνωσης των μικρών κοινωνιών των ορεινών χωριών μας και όπου θα υπηρετείται ο Πολιτισμός και η Παιδεία!
Εύχομαι να λειτουργήσει αυτό το κέντρο χωρίς προβλήματα και να είναι ένας φωτεινός φάρος για τη μελέτη του παρελθόντος.