Στη μάνα μου

Στη Μάνα μου
Κωνσταντίνος Χρ. Ζαφρακάς
Το διάβασε ο Μπαρμπα Κώστας Ζαφρακάς στο Αφιέρωμα στις γυναίκες του χωριού που έγινε στο Αργυρό Πηγάδι στις 18 Αυγούστου 2010
Η μάνα μου είχε οκτώ παιδιά και ζούσαμε σ’ αυτό το χωριό. Οι γυναίκες ήταν μπροστά σε όλες τις δουλειές. Στο σπίτι, στο χωράφι και στη μεταφορά, με φορτία καλαμπόκι, σιτάρι, ξύλα και ό,τι άλλο χρειάζεται την άνοιξη.
Δεν έφτανε το ψωμί και κουβαλάγανε καλαμπόκι από το Κεφαλόβρυσο, έτσι ονομαζόταν το Θέρμο. Το 1938 ήμουν 13 χρονών. Θυμάμαι πολύ καλά, κάναμε χωράφι στη Στουρνάρα, και το βράδυ λέει η μάνα μου στον πατέρα μου:
– Χρήστο, αλεύρι δεν έχουμε να ζυμώσω. Ο πατέρας μου είχε ένα κατοστάρικο, της το δίνει να πάει στον Κωστοθανάση να της δώσει 20 οκάδες καλαμπόκι. Σηκώθηκε το πρωί η μάνα και πήγε στον Τσιρνόκο. Ο πατέρας μου και οι τσούπες πάνε στο χωράφι.
-Θανάση θέλω είκοσι οκάδες καλαμπόκι. -Δεν έχουμε.
Φεύγει στο χωριό. Πηγαίνει στον ανιψιό της Βαγγέλη Καραγιώργο.
-Θειά, δεν έχω ούτε σπυρί.
Γυρίζει περνάει στην Κοτσαλίνα και της λέει: Μαρία φεύγω για το Κεφαλόβρυσο. Η οικογένεια είναι χωρίς ψωμί.
-Περίμενε της λέει αυτή και της δίνει ένα κομμάτι ψωμί και ένα ποτήρι κρασί.
Έφυγε για το Κεφαλόβρυσο να αγοράσει το καλαμπόκι. Στο δρόμο, στου Αλεξανδρή, αντάμωσε τη Διαμάντω Λάμπρου Καραγιώργου και πήγανε μαζί.
Πήρε το καλαμπόκι η μάνα μου, στο Βασιλικό Πέραμα το άλεσε και ξεκίνησε για το χωριό.
Εμείς κοιτάγαμε το δρόμο. Αργά το βράδυ τη βλέπουμε στο Κοκκινάλωνο φορτωμένη. Εγώ αμέσως φεύγω για το σπίτι. Μετά από λίγο έφτασε η μάνα μου, κάθισε μέσ’ το αλώνι πέντε λεπτά, έβγαλε την τριχιά από το λαιμό της. – Κώστα βάλε ξύλα στη φωτιά.
Το σακί ήτανε βρεμένο από τον ιδρώτα της. Εγώ την αγκάλιασα, τη φιλούσα και έκλαιγα. Έβαλε αλεύρι στο σκαφίδι και ζύμωνε. Εγώ καθόμουνα και την κοίταγα στα μάτια.
– Φέρε μου ένα λαχανόφυλλο να σου βάλω ένα σομόνι να το φάς.

Το βράδυ μαζευτήκαμε όλοι μαζί και φάγαμε.
Η ζωή συνέχισε. Μετά ήρθε ο πόλεμος 1940-41 και η πείνα πολύ πιο μεγάλη. Ψωμί δεν υπήρχε. Ζούσαμε με γάλα και χόρτα. Έσφαζε και καμιά προβατίνα ο πατέρας μου.
Κάπου ο πατέρας μου κονόμησε λίγο αλεύρι. Εγώ, κρυφά, κρύβω δυο χούφτες και όταν πείνασα πολύ, μετά, που σώθηκε τ’ αλεύρι, λέω κρυφά της μάνας μου:
– Μάνα πάμε στη Βασιλική να βοτανίσουμε το σιτάρι.
Η μάνα μου δεν ήθελε και εγώ έκλαιγα. Από τα πολλά, δέχτηκε. Βάζω σε μια μαρούδα το αλεύρι, δυο σπίρτα και ένα βαζάκι για νερό. Φύγαμε.
-Κώστα, τι έχεις στη μαρούδα.
– Δε στο λέω.
Φτάσαμε στη Βασιλική.
-Έχω μια χούφτα αλεύρι.
Το ζύμωσε σε μια πέτρα, άναψε φωτιά, το ‘ψησε και μου λέει:
– Κράτα λίγο για τη μικρή αδελφή σου. Εγώ δεν θέλω.
Εύχομαι η ψυχή της να είναι στον Παράδεισο.