H παρουσίαση του βιβλίου μας, «Αργυρό Πηγάδι Ορεινής Τριχωνίδας. Ιστορία – Περιβάλλον – Πολιτισμός», έγινε την Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021 το απόγευμα, στην αίθουσα του ξενοδοχείου Imperial του Αγρινίου, με όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την αποφυγή της διασποράς του κορονοϊού.
Η παρουσίαση, που οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Αργυροπηγαδιτών και τον Δήμο Θέρμου, είχε απόλυτη επιτυχία όχι μόνο γιατί είχε μεγάλη συμμετοχή αλλά και γιατί τα θέματα που αναπτύσσονται στο βιβλίο και κατά προέκταση στο Κέντρο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών που λειτουργεί στο παλιό Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας, ακουμπούν τις ευαισθησίες, τις αγωνίες και τους προβληματισμούς πολλών ανθρώπων της εποχής μας.
Ο καθοριστικός παράγοντας για της επιτυχία της παρουσίασης ήταν οι τρεις εισηγητές μας. Ο αρχαιολόγος Γιώργος Σταμάτης, η Δρ Λογοτεχνίας Χρυσούλα Σπυρέλη και ο περιβαλλοντολόγος Γιάννης Σελιμάς μπήκαν απόλυτα στο πνεύμα του Κέντρου και του βιβλίου, δούλεψαν πάνω στο βιβλίο και ανέδειξαν ενδιαφέρουσες πτυχές της ζωής των ορεινών χωριών που αξίζουν την προσοχή μας και σήμερα. Τους ευχαριστούμε θερμά και από αυτή τη θέση.
Οι τρείς εισηγήσεις ενσωματώνονται πλέον στο υλικό του Κέντρου ως μια επιστημονική και ανθρώπινη οπτική σε αυτό.
Η εκδήλωση περιλάμβανε εισαγωγή από τον συντονιστή της εκδήλωσης Γιώργο Κωνσταντινίδη, χαιρετισμούς από τον Δήμαρχο Θέρμου κ Σπύρο Κωνσταντάρα και τον πρόεδρο του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών κ Λάμπρο Καραγεώργο, τις τρείς εισηγήσεις και το κλείσιμο από τον συντονιστή.
Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας και καλωσήρθατε. Είναι μια ιδιόμορφη κατάσταση αυτή αλλά τι να κάνουμε. Πρέπει να ζήσουμε, πρέπει να προχωρήσουμε.
Ευχαριστούμε για την τιμητική παρουσία τους τον Δήμαρχο Θέρμου κ Σπύρο Κωνσταντάρα, τον πρώην Βουλευτή κ Απόστολο Κωστόπουλο, τον Περιφερειακό Σύμβουλο κ Χρήστο Κωστακόπουλο, τον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Θέρμου κ Νίκο Κωστακόπουλο, τους Τοπικούς Προέδρους της Αμβρακιάς κ Τάσο Σαλμά και του Αργυρού Πηγαδίου κ Γιάννη Τσόλκα, την Πρόεδρο του φιλολογικού και λογοτεχνικού ομίλου «Κώστας Χατζόπουλος» κ Βασιλική Μαραγιάννη, την Πρόεδρο του Λαογραφικού Μουσείου Αγρινίου κ Μαίρη Χρυσικοπούλου και τον Πρόεδρο του Μουσικού Συλλόγου Αγρινίου ΟΡΦΕΑΣ κ Θέμη Γαμβρούλη.
Ας μου επιτραπεί ένα ιδιαίτερο καλωσόρισμα στους παλιούς και αγαπημένους φίλους και συναδέλφους του 3ου Λυκείου Αγρινίου που βρίσκονται σήμερα ανάμεσά μας.
Σας ευχαριστούμε όλους για την παρουσία σας.
Επειδή πολλοί μέσα στην αίθουσα είναι εκπαιδευτικοί, ας ξεκινήσουμε λέγοντας ότι όλοι γνωρίζουμε ότι ο χώρος των σχολείων είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου μπορεί να αναπτυχθεί ο προβληματισμός για το πως μπορούμε ως δάσκαλοι, ως μαθητές και τελικά ως πολίτες, να οικοδομήσουμε μια σωστή σχέση με τον φυσικό κόσμο στον οποίο βρισκόμαστε και με την κοινωνία στην οποία ζούμε, έχοντας και μια καλή σχέση με τον εαυτό μας, τον οποίο επίσης πρέπει να γνωρίσουμε καλά.Όσους περάσαμε από τα σχολεία, το ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά δεν εγκαταλείπειποτέ.
Ο ίδιος προβληματισμός βρίσκεται και πίσω από το έργο «Μετατροπή του παλιού Δημοτικού Σχολείου της Κοινότητας Αργυρού Πηγαδίου του Δήμου Θέρμου σε Κέντρο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών»και εκπαιδευτικοί είμαστε όσοι ασχοληθήκαμε με αυτό.
Είναι ένα έργο το οποίο με φορέα υλοποίησης τον Δήμο Θέρμου και την ενεργό συμβολή του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας 2007-2013 και χρηματοδοτήθηκε στο μεγάλο του μέρος από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Το Κέντρο άρχισε να λειτουργεί το 2017. Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα ήρθε ως συνέχεια αυτού του έργου.Το έργο θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ένα πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, όπως αυτά που δουλεύουμε στα σχολεία, με βασικό θέμα την διαχείριση των φυσικών πόρων στα ορεινά χωριά. Εδώ βέβαια είχαμε την ευχέρεια να το δούμε ευρύτερα.
Ο τίτλος του Κέντρου υποδηλώνει,ότι ο προβληματισμός για τοσήμερα και το αύριο, μας υποχρεώνει να στραφούμε και στο παρελθόν για να αξιοποιήσουμε τις εμπειρίες, τις γνώσεις και τις αξίες που μας κληροδότησαν οι κοινωνίες του παρελθόντος και ειδικά στην περίπτωσή μας, οι κοινωνίες των μικρών ορεινών χωριών, των μικρών ορεινών κοινοτήτων.
Το έργο, και στο Κέντρο και στο βιβλίο, επικεντρώνεται στο Αργυρό Πηγάδι. Από εκεί αντλεί το υλικό του. Όμως ο βαθύτερος στόχος ήταν, και είναι,
το συγκεκριμένο χωριό να χρησιμοποιηθεί ως αφετηρία, ως παράδειγμα. Ο στόχος είναι να αναδείξουμε εκείνα τα στοιχεία του τρόπου ζωής που κατά κανόνα είναι κοινά σε όλα τα ορεινά χωριά μας και για αυτό η συζήτηση αυτή πιστεύουμε πως αποκτά ένα γενικότερο ενδιαφέρον.Ακόμα, το έργο αυτό έγινε με την πεποίθηση ότι, η κάθε γωνιά του τόπου μας δεν έχει μόνο την δική της μοναδική φυσική ομορφιά αλλά και την δική της μοναδική συμβολή στην πορεία μας και την ιστορία μας και οφείλουμε να την γνωρίσουμε όσο γίνεται καλύτερα. Όσο αυτό πιο πολύ γίνεται, τόσο περισσότερο θα εκτιμάμε, θα σεβόμαστε, θα αγαπάμε τον τόπο μας και φυσικά θα νιώθουμε την ανάγκη να τον φροντίσουμε και να τον στηρίξουμε.
Κάποιοι άξονες σε αυτή τη συζήτηση.
Πρώτον. Τα ορεινά χωριά μας κατοικούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και ανέπτυξαν τον δικό τους πολιτισμό. Και έπαιζαν πάντα σημαντικό ρόλο και στην οικονομία και στη γενικότερη ζωή και ειδικά στην υπόθεση της ελεύθερης ύπαρξης της χώρας μας. Επειδή γιορτάζουμε φέτος τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21, ας τονίσουμε ότι τα ορεινά χωριά στην περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξαν το καταφύγιο διωκομένων, ανθρώπων δηλαδή ανυπάκουων στον κατακτητή, και κατά συνέπεια έγιναν, τα ορεινά χωριά, τα φυτώρια της κλεφτουριάς, των αγωνιστών για την ελευθερία.Αλλά και στηγερμανική κατοχή, τα βουνά ως χώρος αντίστασης λειτούργησαν.Δεύτερον. Είναι πάντα εύλογο το ερώτημα: Πως κατάφερναν και ζούσαν οι άνθρωποι των ορεινών χωριών με δεδομένο ότι είχαν περιορισμένους φυσικούς πόρους; – καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκότοπους, νερά και δάση;«Ο τόπος μας ήταν στενός», λέει ένας παλιός Πρόεδρος του χωριού σε μαρτυρία του καταχωρημένη στο βιβλίο.
Αυτόματα βέβαια αναδύεται η σκέψη ότι οι φυσικοί πόροι δεν είναι περιορισμένοι μόνο σε επίπεδο χωριού αλλά και σε επίπεδο χώρας και σε επίπεδο πλανήτη.
Επομένως το θέμα της συνετής διαχείρισης των φυσικών πόρων είναι πάντα επίκαιρο και απαιτεί τοποθετήσεις, απαιτεί πολιτικές.«Αλλά τα καταφέρναμε» συνεχίζει στη μαρτυρία του ο Πρόεδρος. «Με μεγάλους κόπους». Η ουσία λοιπόν είναι ότι τα κατάφερναν οι κάτοικοι των ορεινών χωριών.
Σίγουρα δουλεύοντας σκληρά. Αλλά καικάνοντας συνετή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων για να εξασφαλίζουν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή τών παιδιών τους.
Με αγάπη και φροντίδα για τον τόπο τους.
Οργανώνοντας τη ζωή τους σε επίπεδο οικογένειας και το σημαντικότερο, σε επίπεδο Κοινότητας.
Με αρχές και αξίες και κυρίαρχες ανάμεσά τους την εργατικότητα, την ολιγάρκεια, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη.
Με δημοκρατική λειτουργία, με κανόνες και έλεγχο.
Φυσικά, δεν ζούσαν πλούσια. Φτωχικά ζούσαν,αλλά αξιοπρεπείς και υπερήφανοισε συνθήκες αυτάρκειας. Που σημαίνει ότι τα βγάζανε πέρα με αυτά που παρήγαν οι ίδιοι, με τη δουλειά τους. Δεν ζούσαν με δανεικά χρεώνοντας τα εγγόνια τους.Αυτά τα στοιχεία θελήσαμε να αναδείξουμε, στο Κέντρο μας , το παλιό μας Σχολείο. Και στηριχτήκαμε σε έγγραφα της Κοινότητας, της εκκλησίας, διαφόρων υπηρεσιών αλλά και ιδιωτικά, σε φωτογραφίες, σε καταγεγραμμένες πληροφορίες στα βιβλία του Δημήτρη Λουκόπουλου, του Κώστα Δ. Μαραγιάννη, του Κώστα Μαρίνου, τουΓιάννη Νεραντζή, αλλά και στις μαρτυρίες ανθρώπων του χωριού.
Όλο το υλικό βρίσκεται σε ηλεκτρονική μορφή σε υπολογιστές, και προβάλλεται μέσα στο Κέντρο σε μια μεγάλη οθόνη και σε δυο μικρές διαδραστικές οθόνες. Είναι προσβάσιμοκαι μέσα από τις ιστοσελίδες του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών και του Δήμου Θέρμου. Είναι μια άρτια δουλειά που έγινε από τον προγραμματιστή Γρηγόρη Χαλμούκη.
Όμως αν περιοριζόμασταν στους υπολογιστές και τις οθόνες, ο χώρος του Κέντρου μας θα ήταν μάλλον ένας ψυχρός και άχαρος χώρος. Η ανάρτηση κάποιων αφισών – banners στους τοίχους με προσεγμένα κείμενα και φωτογραφίες, η τοποθέτηση κάποιων επιλεγμένων εκθεμάτων, μια μακέτα του χωριού, όλα αυτά με την επιμέλεια της μουσειολόγου μας της κ. Σπυριδούλας Πυρπύλη, η τοποθέτηση δύο γλυπτών- έργων του Θέρμιου Τεχνίτη Πέτρας Σωτήρη Χολέβα και η γενικότερη διαμόρφωση του κτηρίου και του περιβάλλοντος χώρου με την επιμέλεια του αρχιτέκτονα Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, πιστεύουμε ότι έκαναν τον όλο χώρο τέτοιον που αξίζει να επισκεφθείτε, και σας καλούμε να το κάνετε.
Σχεδόν όμως από την αρχή της λειτουργίας του Κέντρου εκτιμήθηκε ότι ένα βιβλίο θα ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμάτου και έτσι έγινε το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα.
Νομίζω πως όλοι εμείς που είμαστε εδώ, μεγαλωμένοι με τα βιβλία, εκτιμάμε ότι το βιβλίο έχει τη δική του μοναδική αξία και σίγουρα θα την διατηρήσει για πολλά –πολλά χρόνια.Είναι απτό, περιεκτικό, το ξεφυλλίζεις εύκολα, σου δίνει την αίσθηση της ενότητας,έχει ζεστασιά.Το συγκεκριμένο βιβλίο περιέχει διασκευασμένο, ένα μέρος από το υλικό που σε ηλεκτρονική μορφή παρουσιάζεται στο Κέντρο. Υπάρχουν και κάποια στοιχεία επιπλέον, που δεν υπάρχουν στο Κέντρο. Για παράδειγμα ο πρόλογος του βιβλίου, του περιβαλλοντολόγου Δημήτρη Ανδρεόπουλου, είναι ένα πολύ μεστό, ένα πλήρες κείμενο, που αξίζει να προσεχτεί.
Είναι τιμή μας και χαρά μας που έχουμε σήμερα ως εισηγητές τρεις διακεκριμένους ανθρώπους του τόπου μας,με ευρύτερη όμως απήχηση, γνωστούς για το ενδιαφέρον τους και για τα ειδικότερα θέματα του τομέα τους αλλά και την ευρύτερη ματιά τους, κάτι που απαιτείται σήμερα, περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε.
Πρόκειται, κατά σειρά παρουσίασης, για τον κ Γεώργιο Σταμάτη, Αρχαιολόγο που υπηρετεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλ/νιας και Λευκάδας καιΠρόεδρο της Ιστορικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ακούραστο σε ό,τι έχει σχέση με τις αρχαιότητες και την πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής μας.
Την κ. Χρυσούλα Σπυρέλη, τέως Σχολική Σύμβουλο Φιλολόγων, Δρ. Λογοτεχνίας με μεγάλη προσφορά στα γράμματα, με πλούσιο λογοτεχνικό έργο η ίδια, γνωστή για την βαθιά γνώση, την ευαισθησία και την ανθρωπιά που προσεγγίζει τα πράγματα.
Και τον κ Γιάννη Σελιμά, Περιβαλλοντολόγο, ειδικό σε θέματα Οικονομικής&ΠεριφερειακήςΑνάπτυξης, Συντονιστή του ΦορέαΔιαχείρισηςΛιμνοθάλασσαςΜεσολογγίου- ΑκαρνανικώνΟρέων, με ευθύνη του και το Παναιτωλικό όρος της δικής μας περιοχής, που δεν σταματά να αγωνίζεται, να μιλάει και να γράφει για τα θέματα ευθύνης του αλλά και για γενικότερα θέματα ως ενεργός, ως δραστήριος πολίτης.
Τους ευχαριστούμε ολόθερμα για την πρόθυμη ανταπόκρισή τους.
Πριν πάμε όμως στους εισηγητές μας θέλω να υπογραμμίσω ότι τόσο το Κέντρο στο παλιό Σχολείο, όσο και το βιβλίο είναι αποτέλεσμα συνεργασίας του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών και του Δήμου Θέρμου. Ένα παράδειγμα καλής και αποτελεσματικής συνεργασίας ανάμεσα στον Σύλλογο ενός μικρού χωριού και τον ισχυρότερο τοπικό φορέα που είναι ο Δήμος. Και σίγουρα, δείχνει, η συνεργασία αυτή, κάτι από την δημοκρατική παράδοση της περιοχής του Θέρμου που έρχεται από πολύ παλιά.
Ας δώσουμε λοιπόν τον λόγο στους επικεφαλής των δύο φορέων, τον Δήμαρχο Θέρμου, τον κ Σπύρο Κωνσταντάρα και τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών, τον κ Λάμπρο Καραγεώργο για έναν χαιρετισμό και ας ξεκινήσουμε με τον κ. Δήμαρχο.
Δεν θέλω να κλέψω χρόνο γιατί και εγώ όπως και εσείς επιθυμείτε περισσότερο να ακούσετε τις εισηγήσεις για τη δράση των ορεινών χωριών αλλά και το Αργυρό Πηγάδι που αποτελεί παράδειγμα.
Τόσα πολλά θα μπορούσα να πω και εγώ ως Δήμαρχος, ως προερχόμενος από τέτοιο σχολείο ορεινού χωριού, γνωρίζοντας από κοντά την παράδοση και την λογική της αυτάρκειας, της οικονομικής αυτάρκειας και άλλα πολλά για τα οποία μίλησε πριν από λίγο ο κ Κωνσταντινίδης.
Εκείνο που θέλω εδώ είναι να συγχαρώ τον Σύνδεσμο Αργυροπηγαδιτών. Μπορεί να είναι ο Σύλλογος ενός μικρού χωριού όπως προειπώθηκε, πλην όμως είναι ένας δραστήριος Σύνδεσμος ο οποίος βοηθάει τον Δήμο Θέρμου και την Αυτοδιοίκηση. Είναι πολύ σημαντικό αυτό και είμαι ευγνώμων απέναντι στα μέλη του Συνδέσμου, σε όλους τους διατελέσαντες Προέδρους και πρέπει απ’ αυτό το βήμα να εκφράσω την τιμή μου σε όλους, ακόμα και σε όσους δεν υπάρχουν στη ζωή, όπως ο Χρήστος Κωστόπουλος.
Θα κλείσω με ένα παράδειγμα μόλις χθεσινό. Βρέθηκα στην Καστοριά για την ενθρόνιση του πολύ αγαπημένου μου φίλου του Σεβασμιωτάτου νυν Μητροπολίτη Καστορίας κ κ Καλλινίκου, όπου με πλησίασαν τρεις άνθρωποι και μου είπαν: «Κύριε Δήμαρχε έχετε και εσείς εκεί Άγιο Γεώργιο. Σε παρακαλούμε, αν μπορούμε να πάμε στο χωριό του.» Επειδή όμως ο χρόνος λόγω της τελετής ενθρονίσεως δεν ήταν αρκετός δεν το επιχείρησα. Υποσχέθηκα όμως ότι την επομένη φορά που θα ανέβω προς την περιοχή θα το βάλω στο πρόγραμμά μου και θα συνεννοηθώ επαρκώς με τον εφημέριο του Αγίου Γεωργίου στα Γρεβενά, για να μπορέσω και να προσκυνήσω αλλά και να συνδέσω την ιστορία με τον δικό μας Ναό στο Αργυρό Πηγάδι, για την αναστήλωση του οποίου τόσα πολλά πρόσφερε πρόσφατα και ο αείμνηστος Νίκος Κωνσταντινίδης αλλά και συλλογικά ο Σύνδεσμος Αργυροπηγαδιτών. Θέλω να πω συμπερασματικά ότι το Θέρμο, το Αργυρό Πηγάδι υπάρχει παντού.
Δεν είναι ένα χωριό που φθίνει με τους λίγους κατοίκους αλλά μια δυναμική κοινωνία, απανταχού, η οποία δίνει το παράδειγμα και σε άλλες κοινότητες.
Μ’ αυτές τις σκέψεις θέλω να συγχαρώ για την έκδοση του λευκώματος, να ευχηθώ καλοτάξιδο και οι ευχαριστίες δεν ανήκουν στον Δήμο που βοήθησε στην έκδοση του βιβλίου αλλά σε όσους το συνέταξαν. Εμείς κύριε Πρόεδρε είμαστε ευγνώμονες γιατί φέρατε αυτήν την πνευματική ύλη που θα μείνει παρακαταθήκη για τις μέλλουσες γενιές.
Και διαβεβαιώ όλους, αλλά και μέσω υμών όλους τους Συλλόγους, όλους τους Προέδρους και όλες τις Κοινότητες ότι οποιοδήποτεσύγγραμμα ή ύλη πρωτόλεια έρθει σε εμάς, στο Κέντρο Πολιτισμού ή σε εσάς, να είστε βέβαιοι ότι εμείς με πολύ μεγάλη χαρά θα συμβάλουμε στην έκδοσή του. Γιατί θέλουμε να μείνει η ιστορία του τόπου μας, να φαίνεται η παράδοσή μας, να φαίνεται το πνευματικό μας επίπεδο, να φαίνονται οι αρχές μας.
Να φαίνεται η Δημοκρατία όπως προείπε ο κ Κωνσταντινίδης, η οποία ξεκίνησε από το Κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, το Θέρμο και έφτασε ως Διαιτησία, ως θεσμός, στα Ηνωμένα Έθνη, όπως προσφάτως τόνισε και η κ Πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η κ Φωτεινή Παζαρτζή, στο Μουσείο, για όσους ήταν εκεί και το άκουσαν. Έφτασε ακόμα στα Ομοσπονδιακά Συντάγματα στην Ελβετία, την Γερμανία, την Αμερική.
Μ’ αυτές τις σκέψεις και απονέμοντας και πάλι τα συγχαρητήριά μου σας ευχαριστώ για την πρόσκληση, εύχομαι καλή επιτυχία στην ημερίδα και να είστε βέβαιοι ότι ο Δήμος, εγώ, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και όλοι οι Αυτοδιοικητικοί θα είμαστε δίπλα σας για να πετύχουμε ακόμα πολλά. Χρωστάμε στο Αργυρό Πηγάδι πάρα πολλά που δεν τα έχουμε πετύχει. Συνεπώς θα πρέπει να αγωνιστούμε περαιτέρω, περισσότερο για τα ορεινά χωριά.
Σας ευχαριστώ.
Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε, αξιότιμοι κύριοι εισηγητές, κυρίες και κύριοι,
Μετά από αρκετές αναβολές λόγω της Πανδημίας, είμαστε σήμερα στην ευχάριστη θέση, ο Σύνδεσμος των Απανταχού Αργυροπηγαδιτών και ο Δήμος Θέρμου, να συνδιοργανώνουμε αυτή την εκδήλωση στην οποία θα παρουσιαστεί το λεύκωμα με τίτλο « Αργυρό Πηγάδι Ορεινής Τριχωνίδας Ιστορία-Περιβάλλον-Πολιτισμός.
Είναι ένα έργο που μας γεμίζει όλους υπερηφάνεια και μας κάνει να νοιώθουμε έστω και μισό πόντο «ψηλότεροι».
Θέλω να ευχαριστήσω τους συντελεστές αυτού του έργου. Την φιλόλογο καθηγήτρια κα. Βενετία Δημοβασίλη-Κωνσταντινίδη, την επίσης φιλόλογο και Μουσειολόγο κα. Πυρπύλη Σπυριδούλα, τον Φυσικό καθηγητή κ. Γιώργο Κωνσταντινίδη, για τις πολύχρονες και κοπιαστικές προσπάθειές τους για την συλλογή της ύλης και τις πολλαπλές διορθώσεις γραμμή-γραμμή μέχρι και την εκτύπωσή του. Τον Δήμο Θέρμου και προσωπικά τον κ. Δήμαρχο για το αμέριστο ενδιαφέρον του και κυρίως για την οικονομική υποστήριξη για την έκδοσή του. Επιπλέον ένα μεγάλο ευχαριστώ στο εκτυπωτικό γραφείο του κ. Λάμπρου Τσάντζαλου για την εξαιρετική δουλειά του.
Δεν θα αναφερθώ στο βιβλίο αυτό καθ΄αυτό. Οι αξιότιμοι εισηγητές μας, τους οποίους ευχαριστούμε θερμά, θα μας δώσουν όλες τις λεπτομέρειες.
Θέλω όμως να σας πω δυο λόγια για το Σύνδεσμό μας.
Ο Σύνδεσμός μας λοιπόν βρίσκεται στο κατώφλι της συμπλήρωσης μισού αιώνα ζωής και δράσης, και σήμερα περισσότερο από ποτέ, νοιώθει δυνατός και δικαιωμένος.
Δυνατός γιατί πίστεψε ότι ένα τέτοιο πόνημα όπως το σημερινό που παρουσιάζουμε, δεν είναι ακατόρθωτο και η έκδοσή του είναι η πιο τρανή απόδειξη. Μπορεί οι οικονομικές μας δυνατότητες να είναι λιγοστές, ωστόσο δεν λείπει η ανιδιοτελής προσφορά που πηγάζει από την αγάπη για τον τόπο μας.
Δικαιωμένος γιατί η σημερινή σας παρουσία,το ταξίδι του Βιβλίου όπου και αν βρίσκεται ο κάθε Αργυροπηγαδίτης καθώς και τα μηνύματα που λαμβάνουμε, είναι για μας η μεγαλύτερη επιβράβευση που μας τονώνουν το φρόνημα να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα που ελπίζουμε ότι μπορεί αλλάξει τη μοίρα των ορεινών μας διαμερισμάτων.
Ως Σύνδεσμος των Απανταχού Αργυροπηγαδιτών Τριχωνίδας έχουμε καταστατικό και ηθικό χρέος να υπηρετήσουμε ένα ιερό σκοπό. Να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας και να αναδείξουμε την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
Αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί «ποινή» -εντός πολλών εισαγωγικών- εμείς σκοπεύουμε να την εκτίσουμε και όχι να δραπετεύσουμε.
Σας ευχαριστώ.
Αφιερώνεται στη μνήμη του αγαπητού συναδέλφου και φίλου Κωνσταντίνου Βάτσιου, αλησμόνητου συνοδοιπόρου στις πρώτες περιοδείες μου στα ορεινά χωριά του Δήμου Θέρμου.
Οι ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας, τόσο για το Αργυρό Πηγάδι, όσο και για τα υπόλοιπα ορεινά χωριά του Δήμου Θέρμου, παραμένουν ελάχιστες απουσία συστηματικής ανασκαφικής έρευνας. Οι λιγοστές πληροφορίες που μας επιτρέπουν την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων, προέρχονται κυρίως από περιοδείες, επιφανειακά ευρήματα και παραδόσεις, λιγότερο από σωστικές ανασκαφές, κυρίως όμως από τη συστηματική επιφανειακή έρευνα της Ολλανδικής Αρχαιολογικής Σχολής που πραγματοποιήθηκε το 1987 και οδήγησε στην έκδοση του πρώτου ουσιαστικά corpus με καταγεγραμμένες όλες τις αιτωλικές θέσεις με αρχαιολογικό ενδιαφέρον[1]. Κατά την αρχαιότητα η περιοχή του Απόκουρου[2], ορεινή και δυσπρόσιτη στο μεγαλύτερο μέρος της, κατοικούνταν από δύο αιτωλικά φύλα, τους Ευρυτάνες και τους Οφιονείς, των οποίων οι οικιστικές εγκαταστάσεις ήταν οργανωμένες κατά κώμες, μικρά χωριά θα λέγαμε σήμερα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (3.94.4) για το μεγάθυμο έθνος των Αιτωλών:«τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους, καὶ ταύτας διὰ πολλοῦ». Πράγματι, αν κάποιος περιηγηθεί στο Απόκουρο και αντικρύσει να απλώνονται μπροστά του τις ψηλές γυμνές και απότομες, άλλοτε ελατοσκέπαστες, οροσειρές που εναλλάσσονται η μία την άλλη, αποκλείοντας την περιοχή από τον περίγυρό της, αμέσως γεννάται η απορία, γιατί σε όλα αυτά τα μικρά χωριά συναντά κανείς ίχνη της αδιάλειπτης κατοίκησης του τόπου ήδη από την αρχαιότητα. Την απάντηση μας δίνει ο λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά επισκεπτόμενος το Αργυρό Πηγάδι: «Ένα βουνίσιο χωριό σαν και τούτο και να τάχει όλα τα χρειαζούμενα είναι από τα σπάνια. Κι έτσι εξηγείται γιατί και στην αρχαία εποχή κατοικούσαν εδώ πάνω Αιτωλοί. Ποιο όμως τ’ όνομα του χωριού τους, που για να το φυλάνε είχαν φτιασμένο και κάστρο, εκεί παραπάνω, κανείς δεν το ξέρει»[3].
Στο φυλετικό αυτό «κράτος» γρήγορα αναπτύχθηκε μια κοινή συνείδηση. Αφού εγκαταστάθηκε το κοινό ιερό τους στον Θέρμο, οργανώθηκαν τρία από αυτά τα φύλα, οι Ευρυτάνες, οι Οφιονείς και οι Αποδωτοί[4] και αποτέλεσαν το «έθνος των Αιτωλών» που εξελικτικά απέκτησε κρατική δομή και οντότητα και αποτέλεσε στους ιστορικούς πλέον χρόνους το «Κοινό» τους, το οποίο επίσημα πρωτοεμφανίζεται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ.[5]. Ήδη όμως από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. αρχίζουν οι Αιτωλοί να επεμβαίνουν ενεργά στα ελληνικά πράγματα και συγκεκριμένα το 426 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, νικούν κατά κράτος τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους στο Αιγίτιο. Επόμενο είναι, λοιπόν, ότι από τον 4ο αι. π.Χ. δημιουργούνται τα περισσότερα αυτόνομα οικιστικά κέντρα με επιβλητικές οχυρώσεις που λειτουργούν ως πόλεις-κράτη και συγχρόνως διαμορφώνεται το «Κοινό» που θα μετεξελιχθεί σε ομοσπονδία πόλεων, την Αιτωλική Συμπολιτεία[6]. Πρόκειται για την παλαιότερη μορφή ομοσπονδιακού κράτους, το οποίο αποτελούσαν οι μικρότερες τοπικές φυλές-επικράτειες και οι μεγαλύτερες πόλεις-επικράτειες, οι οποίες ασχολούνταν με τον τοπική αυτοδιοίκηση, ενώ η κεντρική εξουσία με επίκεντρο τον Θέρμο ασκούσε την εξωτερική πολιτική και διαχειριζόταν τις εξωτερικές κυρίως σχέσεις[7]. Ο 4ος και 3ος αι. π.Χ. είναι η εποχή της μεγάλης οικιστικής άνθησης. Παράλληλα με τη δημιουργία πόλεων-κρατών, εξακολουθούν να υπάρχουν μικρές κοινότητες στο εσωτερικό της Αιτωλίας, έως και τον 3ο αι. π.Χ., όπως δείχνουν ευρήματα και επιγραφικές μαρτυρίες. Ωστόσο, αυτό το τραχύ, δύσβατο περιβάλλον δεν πτόησε την εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων και την πολιτικοκοινωνική και πολιτισμική τους ανάπτυξη.
Αρκετοί οικισμοί φαίνεται ότι συγκροτούσαν την τοπική φυλή που κατείχε τα ορεινά εδάφη της ευρύτερης γεωγραφικής ενότητας του Απόκουρου[8], περιοχή που διασχίζουν οι παραπόταμοι του Ευήνου, Γιδομανδρίτης και Φιδάκια, και οριοθετείται από τις ψηλές βουνοκορφές του Παναιτωλικού προς βορρά, τη λίμνη Τριχωνίδα προς νότο, τον αργυροδίνη Αχελώο προς τα δυτικά και τον Εύηνο προς τα ανατολικά. Η κύρια κώμη, που αποτελούσε ουσιαστικά το επίκεντρο όλων των μικρότερων γειτονικών οικισμών, απλωνόταν κοντά στο χωριό Αμπρακιά, όπου είναι ορατά ερείπια και επιφανειακά όστρακα σε δύο θέσεις: στην πρώτη, σε λόφο στα ΝΔ. του σημερινού χωριού, υπάρχει εκτεταμένη διασπορά πήλινων οστράκων, ορισμένα εκ των οποίων ανήκουν σε μελανόμορφα αγγεία των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων, ενώ είναι ορατά πενιχρά οικοδομικά κατάλοιπα, πιθανόν από τα τείχη της ακρόπολης αυτής της αταύτιστης αιτωλικής κώμης[9]. Από τη δεύτερη θέση, κοντά στο ρέμα της Παλαιοαμπρακιάς, προέρχεται χάλκινο ειδώλιο κεραυνοβόλου Διός της αρχαϊκής εποχής, το οποίο ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος απέδωσε πιθανόν σε ιερό του Υψιβρεμέτη ή Κεραυνίου Διός που θα υπήρχε στη θέση αυτή[10]. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Νεραντζή η παρουσία και λατρεία του Δία, του θεού που σχετίζεται με τη βροχή, σε ένα κατεξοχήν αγροτικό και ορεινό ιερό, είναι απολύτως δικαιολογημένη, αν αναλογιστούμε ότι η γονιμότητα της γης εξαρτάται άμεσα από το βρόχινο νερό[11]. Ένα ακόμη τοπικό αγροτικό ιερό φαίνεται ότι υπήρχε κοντά στο σημερινό χωριό της Κόνισκας, απ’ όπου προέρχονται πήλινες κεφαλές και θραύσματα ειδωλίων χρονολογούμενα στο τέλος των αρχαϊκών χρόνων[12].Η παράδοση ενός ακόμη χάλκινου ειδωλίου βοός αυτή τη φορά από τον Νεροσύρτη[13], οδήγησε τον Ρωμαίο να αναζητήσει και εδώ κάποιο ιερό, απ’ όπου θα προερχόταν το ειδώλιο αυτό, χωρίς όμως κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Ένας ακόμη κτηνοτροφικός οικισμός απλωνόταν στο χωριό Κοκκινόβρυση (Κοσίνα), όπου διασπορά οστράκων των κλασικών-ελληνιστικών χρόνων συναντά κανείς τόσο μέσα στους κήπους των σπιτιών, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Δημήτρης Λουκόπουλος[14], αλλά και στον λόφο που στέφεται από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής[15].
Ένας τρίτος αγροτοποιμενικός οικισμός εντοπίζεται στο Αργυρό Πηγάδι, όπου στο κέντρο του χωριού και συγκεκριμένα στον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, είναι ορατά τμήματα του τείχους από την οχυρωμένη ακρόπολη[16].
Το 2011, κατά τη διάρκεια εργασιών διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου της εκκλησίας, ήλθαν στο φως θεμέλια αρχαίου κτίσματος σε επαφή σχεδόν με την αψίδα του Ιερού, η θέση του οποίου κάτω από τον σημερινό ναό, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την ταύτισή του με κάποιο λατρευτικό κτίσμα, ναό ή χώρο τέλεσης λατρευτικών πράξεων.
Θέση «Παλιόσπιτα». Οι δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι πριν και μετά την έρευνά τους το 1987 (φωτ. αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας & Λευκάδος)
Από το νεκροταφείο του συγκεκριμένου οικισμού, ο οποίος θα πρέπει να τοποθετηθεί στη θέση «Παλιόσπιτα», ερευνήθηκαν το 1897 από την αγαπητή συνάδελφο Γεωργία Αλεξοπούλου στην ιδιοκτησία Λάμπρου Τσόλκα, δύο απλοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, προσανατολισμού Β.-Ν., κατασκευασμένοι από πωρόλιθο φαιοπράσινου χρώματος. Ο ένας περιείχε οστά αποσαθρωμένα και ελάχιστα κτερίσματα πολύ κακής διατήρησης, ενώ ο δεύτερος βρέθηκε κενός[17].
Πήλινη σφραγίδα από το Αργυρό Πηγάδι. Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου (φωτ. αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας & Λευκάδος)
Τέλος, από το Αργυρό Πηγάδι που σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου, προέρχεται και μία πήλινη κωνική σφραγίδα με οπή ανάρτησης και κυκλική επιφάνεια που σώζει δίστιχη επιγραφή, από την οποία διαβάζουμε τα γράμματα Φ και Ρ. Δεν έχει προς το παρόν μελετηθεί και δεν γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενό της. Πιθανή θα πρέπει, επίσης, να θεωρηθεί η ύπαρξη αγροτοκτηνοτροφικών οικισμών σε τρία ακόμη ορεινά χωριά του Δήμου Θέρμου, Μελίγκοβα[18], Αμπέλια[19] καιΆγιο Θεόδωρο (Μαχαλά)[20], όπως υποδηλώνει η διασπορά προχριστιανικής κεραμικής σε διάφορες θέσεις. Ένας τελευταίος οικισμός απλωνόταν λίγο πριν από την εκβολή του Γιδομανδρίτη στον Εύηνο, όπου ο Δ. Λουκόπουλος αναφέρει «σωρό από παλιά κεραμίδια και ίχνη από αρχαία τοιχάκια»[21], τα οποία αποδίδει είτε σε κάποιον άγνωστο οικισμό ή ιερό, από εκείνα που συναντά κανείς διάσπαρτα, αν περπατήσει τις ραχούλες, τις λαγκαδιές και τις ρεματιές του Απόκουρου.
Ως προς τις παραπάνω θέσεις, οι οποίες έχουν ταυτιστεί με μικρά ιερά, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για εξωαστικά ιερά, αγροτικά, συνδεδεμένα με μικρές οικιστικές εγκαταστάσεις που ανήκουν σε τοπικές φυλές-κώμες. Αυτού του είδους μικρά ιερά εξυπηρετούσαν αφενός την ανάγκη άσκησης της κοινής λατρείας των κατοίκων των διάσπαρτων οικισμών της περιοχής, χωρίς όμως να έχουν αποκτήσει ακόμη μεταξύ τους ιδιαίτερους συνεκτικούς δεσμούς, αφετέρου συμβάλλουν στον καθορισμό της επικράτειας και του πολιτικού χώρου κάθε τοπικής φυλής, διότι καθαγιάζουν την κατοχή και την οργάνωσή της.Επιπλέον, πολλά από αυτά εντάσσονται στον ίδιο κύκλο τοπικών αγροτικών ιερών της Αιτωλίας, τα οποία συναπαντώνται στην οριακή ζώνη μεταξύ πεδινών και ημιορεινών περιοχών από τους μόνιμους πλέον αγρότες και όχι από μετακινούμενους κτηνοτρόφους[22]. Στη συνέχεια, τον ευρύτερο συνεκτικό ρόλο όλων αυτών των τοπικών φυλών/κωμών, αναλαμβάνει το παναιτωλικό ιερό του Απόλλωνος Θερμίου[23], το οποίο στα τέλη του 4ου – αρχές του 3ου αι. π.Χ. μετασχηματίζεται, εκτός από θρησκευτικό κέντρο, και σε πολιτική έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Πλέον ο μεγαλοπρεπής ναός του Απόλλωνος εξυπηρετεί την πολιτική συγκρότηση και συνοχή του φυλετικού κράτους των Αιτωλών, ενώ οι άλλοι δύο μικρότεροι ναοί του Απόλλωνος Λυσείου και της Αρτέμιδος ή του θεού Ήλιου, της Νίκης και του Ασκληπιού που γνωρίζουμε ότι επίσης λατρεύονταν εντός του ιερού τεμένους από επιγραφή του 2ου αι. π.Χ.[24], εξυπηρετούσαν μάλλον τις λατρευτικές ανάγκες γειτονικών τοπικών φυλών που κατοικούσαν στο κατάρρυτο οροπέδιο του Θέρμου ή στις πιο άγονες και δυσπρόσιτες γωνιές της αιτωλικής γης.
Μετά από αυτή τη συνοπτική παρουσίαση των αρχαιολογικών δεδομένων, θα συνεχίσουμε την παρουσίαση μας για το Αργυρό Πηγάδι, σκιαγραφώντας την πορεία του μικρού και ορεινούαυτού χωριού, όπως διαγράφεται μέσα από τα κεφάλαια του βιβλίου«Αργυρό Πηγάδι. Ιστορία – Περιβάλλον – Πολιτισμός. Κέντρο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών» που επιμελήθηκαν οι Βενετία Δημοβασίλη-Κωνσταντινίδη, Φιλόλογος, ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης, Φυσικός, και η Σπυριδούλα Πυρπύλη, Φιλόλογος, Δρ Μουσειολόγος και εκδόθηκε από τον Σύνδεσμο Αργυροπηγαδιτών το 2020[25].Την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο χωριό ζούσαν αποκλειστικά Έλληνες, καθώς αποτέλεσε, όπως και άλλα ορεινά χωριά του Απόκουρου, άβατο και απόρθητο φρούριο της Αιτωλίας. Τον 18ο και τις αρχές του 19ου, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821[26] το Αργυρό Πηγάδι αποτέλεσε καταφύγιο για τις οικογένειες Ηπειρωτών, κυρίως Σουλιωτών, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο χωριό μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826, με κυριότερους τους οπλαρχηγούς Νικόλαο Κάσκαρη και Κώστα Σιαδήμα[27], η οικογένεια του οποίου διατηρούσε σχέσεις με την περιοχή ήδη από την προεπαναστατική περίοδο.
Ενδεικτική της σχέσης του χωριού με την Ήπειρο είναι η ανέγερση του ναού του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρος εξ Ιωαννίνων, ο οποίος αποτελεί μοναδικό δείγμα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα στην Αιτωλία[28]. Η κατασκευή του περίλαμπρου αυτού μνημείου, που ανήκει στον τύπο του πεντάτρουλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, ολοκληρώθηκε το 1847 και είναι ο πρώτος ναός που κτίστηκε μόλις εννέα χρόνια μετά του μαρτύριο του Αγίου το 1838.
Λιθανάγλυφο εντός τόξου πάνω από τη βόρεια είσοδο του ναού με δύο αντωπά περιστέρια, σταυρό και το έτος 1847 (φωτ. Γ. Σταμάτης)
Η ημερομηνία κτίσεως βρίσκεται γραμμένη πάνω από τις δύο εισόδους του ναού (1847). Ηπειρώτικης καταγωγής ήταν ο Βασίλειος Ταλαγάνης[29], ο οποίος πρωτοστάτησε στην ανέγερσή του ναού και εμφανίζεται στην κτητορική επιγραφή που υπάρχει στο εξωτερικό του κεντρικού τρούλου ως ο κτήτοράς του. Με καταγωγή από τους Χαλκιάδες της Άρτας, κυνηγημένος, είχε εγκατασταθεί προεπαναστατικά στο Αργυρό Πηγάδι και είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του 1821 στο πλευρό του οπλαρχηγού του Απόκουρου, Κώστα Σιαδήμα. Ο ίδιος μάλιστα στο άκουσμα του μαρτυρίου του Αγίου, είχε συγκροτήσει ερανική επιτροπή για τη συγκέντρωση χρημάτων σε όλο τον νομό με σκοπό την ανέγερση ναού προς τιμή του. Βασικός υποστηρικτής και χρηματοδότης φαίνεται ότι ήταν και ο Σουλιώτης οπλαρχηγός, με έδρα το Αγρίνιο, Νικόλαος Κάσκαρης, ο οποίος προσέφερε την εικόνα του Αγίου με σκηνές από το μαρτύριό του, όπου αναγράφεται το όνομά του, ο αγιογράφος Κ. Λάμπρου και η χρονολογία 21 Ιουλίου 1847. Σε αυτήν ο Άγιος Γεώργιος απεικονίζεται ασκεπής και αν λάβουμε υπόψη το μικρό διάστημα από το μαρτύριό του μέχρι την ανέγερση του ναού, είναι πολύ πιθανό ότι η εικόνα αυτή αποδίδει περισσότερο τα πραγματικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αγίου. Είναι, επίσης, βέβαιο ότι για κάποια χρονική στιγμή έζησαν εδώ μοναχοί, όπως υποδηλώνει η ύπαρξη δύο μικρών κατεστραμμένων σήμερα κελιών, μεταξύ των οποίων ο πρώτος κτήτορας του ναού Βασίλειος Ταλαγάνης, ο Παρθένιος Κότσαλος[30] και ο Φιλάρετος, κατά κόσμον Φώτιος Αποστόλου Καραγεώργος. Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το Αργυρό Πηγάδι ακολούθησε την πορεία των ορεινών χωριών της Ελλάδας και οι κάτοικοί του πρωτοστάτησαν σε όλους τους αγώνες, στους Βαλκανικούς, στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Το σημερινό Αργυρό Πηγάδι[31], παλαιά ονομασία Γκε(ι)ρτοβός, το πιο ορεινό χωριό του Δήμου Θέρμου, απλώνεται σε υψόμετρο 1000 μ. περίπου, σε ηλιόλουστη και συνάμα απάνεμη πλαγιά της ομορφοστολισμένης από τις πολλές αγριοτριανταφυλλιές, κορυφής του Παναιτωλικού, της Τριανταφυλλιάς, που ο αρχιτέκτονας Χρήστος Κατσιμπίνης προσομοιάζει σε σκίτσο του 2002 μαζί με την κορυφή Μέγα Ίσωμα-Βαμβακιά με τις φτερούγες ενός μεγάλου αετού που προστατεύουν το χωριό. Σύμφωνα με μελέτη του Διδάκτορα Ιστορικής Γεωγραφίας Ιωάννη Νεραντζή, το αρχαίο ελληνικό όνομά του ήταν «Γόργυρα» ή «Γέργυρα», στα αρχαία δωρικά, που σημαίνει «υπόγειος οχετός ή αγωγός υδάτων ή ακαθαρσιών, υπόνομος, αυλή, δεσμωτήριο. Από προφορική εκφορά του ελληνικού οικωνυμίου, δηλαδή από το πως ακουγόταν το όνομα στους διερχόμενους αλλοεθνείς «τσελιγκάδες», ορισμένοι εκ των οποίων εγκαθίσταντο μόνιμα σε αυτό, επικράτησε το Σκλαβηνικό Gertovo(s). Σχετικά με τη συγκεκριμένη ονομασία υπάρχουν επίσης οι εξής εκδοχές: είτε προέρχεται από την παραφθαρμένη ηχητική απόδοση στα σλάβικα της λέξης «Γάργαρος», η οποία υποδηλώνει την ονομασία του βουνού, όπου ήταν εγκατεστημένο το χωριό, είτε προέρχεται από το τουρκικό Γκιαούρ – Οβό που σημαίνει το χωριό των απίστων ή ελληνικό χωριό, μιας και δεν πατήθηκε ποτέ από τον τούρκο κατακτητή, ενώ κατά μία άλλη εκδοχή έχει σλαβικές ρίζες που δηλώνει τον καστανότοπο και σχετίζεται με το δάσος καστανιάς που υπάρχει στο χωριό. Το 1928 μετονομάστηκε σε Αργυρό Πηγάδι, ονομασία που οφείλεται στην ομώνυμη πηγή ή Βασιλική Πηγή, που συναντά κανείς ανεβαίνοντας από το Νεροχώρι και αντικρίζει το χωριό για πρώτη φορά. Ο λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος παραδίδει την εκδοχή της προέλευσης της ονομασίας από το πηγάδι της Αργυρώς, για την οποία όμως δεν παραθέτει περισσότερα στοιχεία, «γιατί κανείς δεν ξέρει να μας πει»[32]. Νεότεροι μελετητές αποδίδουν την ονομασία στις άφθονες πηγές με τα κρυστάλλινα, καταγάργαρα νερά και στις πολλές γούρνες-στέρνες, μέσα στις οποίες καθρεφτιζόταν το ολόγεμο φεγγάρι. Τέλος, παραδίδεται η ονομασία του χωριού Τεπελένι, η οποία ήταν χαραγμένη σε λίθινη πλάκα που είχε βρεθεί τη δεκαετία του 1920, αλλά σήμερα δυστυχώς έχει χαθεί. Ασφαλώς σχετίζεται με το Τεπελένι της Βορείου Ηπείρου, το οποίο κτίστηκε από κατοίκους που εγκατέλειψαν το Αργυρό Πηγάδι πριν από την Τουρκοκρατία. Ορισμένες μάλιστα οικογένειες του σημερινού χωριού έλκουν την καταγωγή τους από το Τεπελένι της Βορείου Ηπείρου.
Η επιλογή της θέσης εξασφαλίζει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία μόνιμης οικιστικής εγκατάστασης, αφού υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε νερό, είτε σε ρέμα είτε σε πηγή, και επιπλέον εξασφαλίζεται ο ελάχιστος ζωτικός παραγωγικός χώρος για τα αναγκαία διατροφικά αγαθά του καθημερινού νοικοκυριού (σιτηρά, όσπρια, φασόλια, αμπέλια, καστανιές, καθώς και ένας μικρο-βοσκότοπος). Δεδομένου μάλιστα ότι το περιβάλλον καθορίζει εν πολλοίς τις προτεραιότητες και ανάγκες των κατοίκων, παρατηρείται εναρμόνιση της ανθρώπινης ζωής με αυτό.Η μορφολογία του τόπου επιβάλλει το χτίσιμο του οικισμού σε τρεις ρούγες, συνοικίες-γειτονιές. Τα σπίτια θεμελιώνονται στο σταθερό έδαφος, καθώς στην πλαγιά ενός βουνού πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος κατολισθήσεων, σε ήπιες πλαγιές, όπου διαμορφώνονται μικρά πλατώματα, και μακριά από τις ρεματιές. Οι πετρόχτιστες κατοικίες, ισόγειες ή διώροφες που κτίζονται με γνώμονα την απλότητα και λειτουργικότητα, έχουν σχεδόν τον ίδιο προσανατολισμό, ώστε να εξασφαλίζεται προστασία από τον βοριά και αξιοποίηση στον μέγιστο βαθμό της ηλιοφάνειας. Έτσι, στη βορινή πλευρά ανοίγονται λιγότερα παράθυρα, συνήθως μικρά, και διαμορφώνονται τα δωμάτια που χρησιμοποιούνται λιγότερο, ενώ στη νότια ανοίγονται οι είσοδοι με μπαλκόνι, καθώς επίσης περισσότερα και μεγαλύτερα παράθυρα. Ο όροφος, το λεγόμενο ανώι, αποτελεί τον κύριο χώρο ζωής της οικογένειας, όπου διαμορφώνονται μικρό χωλ, τα υπνοδωμάτια και το καθιστικό για τους φιλοξενούμενους, ενώ το ισόγειο, το κατώι, που τμήμα του συνήθως είναι υπόγειο λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους, χρησιμοποιείται ως εργαστήριο, αποθηκευτικός χώρος ή για τον σταβλισμό των ζώων.
Πέτρα, ξύλο και λάσπη είναι τα απαραίτητα δομικά υλικά που άφθονα παράγει ο τόπος. Οι στέγες καλύπτονται με σχιστολιθικές πλάκες. Ξύλα ελάτης χρησιμοποιούνται κυρίως στα πατώματα, τις στέγες και τις ξυλοδεσιές, ενώ στα υπέρθυρα ξύλο κέδρου που δεν σαπίζει, ή καστανιάς που είναι επίσης πολύ ανθεκτικό. Τον κεντρικό πυρήνα του σπιτιού συμπληρώνουν δευτερεύοντες χώροι, όπως καλύβι για τη στέγαση των ζώων και την αποθήκευση των ζωοτροφών και των εργαλείων, η κουζίνα, το λεγόμενο μαγειριό, και ο ξυλόφουρνος για το ψήσιμο του ψωμιού και των φαγητών. Οργανικό στοιχείο, άρρηκτα συνδεδεμένο με την κατοικία, αποτελεί η αυλή, ένας υπαίθριος χώρος, που συνήθως καλύπτεται με μεγάλα δέντρα ή κληματαριές για την εξασφάλιση της απαραίτητης σκιάς, ζωτικός για την καθημερινή διαβίωση, αφού εδώ η οικογένεια περνάει τον ελεύθερο χρόνο της, ενώ πολύ συχνά αποκτά και λειτουργική χρήση, αφού εξυπηρετεί χειρωνακτικές εργασίες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χώρος εργαστηρίου. Ένα ακόμη απαραίτητο στοιχείο της κάθε οικίας είναι ο κήπος, στον οποίο καλλιεργούνται τα απαραίτητα λαχανικά, και συνήθως βρίσκεται κοντά στο σπίτι και η πρόσβαση σε αυτό είναι εύκολη.
Κεντρικό σημείο αναφοράς του χωριού αποτελούν ο πετρόχτιστος ναός του Αγίου Δημητρίου με το σχολείο και η μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία, στην οποία δεσπόζει ο ξενώνας που λειτουργεί τα τελευταία χρόνια από τον Σύλλογο Αργυροπηγαδιτών. Ο ναός στη σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε το 1926 στη θέση παλαιότερου ναού, όπως υποδηλώνει ενεπίγραφη πλάκα με τη χρονολογία 1819 και η επιγραφή στην εφέστιο εικόνα του Αγίου Δημητρίου που αναφέρει το έτος 1776 και τον δωρητή Δημήτριο Τούνα, που δυστυχώς σήμερα έχουν χαθεί και μας έχει διασώσει η πένα του αεικίνητου λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου. Το πρώτο σχολείο κτίστηκε το 1902, το οποίο δυστυχώς κατεδαφίστηκε την περίοδο της γερμανικής κατοχής το 1940-41, οπότε και οικοδομήθηκε το σημερινό που μετά από τόσα χρόνια, στο οποίο εκπαιδεύτηκαν χιλιάδες μαθητές από άξιους εραστές των γραμμάτων, φιλοξενεί από το 2017 το Κέντρο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών, αποκτώντας μια νέα σημασία και έναν νέο ρόλο[33].
Με αφετηρία την εκκλησία, το σχολείο και την κεντρική πλατεία ξεκινά ένα πυκνό δίκτυο πλακόστρωτων καλντεριμιών που συμβάλλουν στις καθημερινές μετακινήσεις των κατοίκων και αποσκοπούν στη εύρυθμη λειτουργία και συνοχή του χωριού. Πυκνό, επίσης, δίκτυο μονοπατιών και δρόμων, η φροντίδα και συντήρηση των οποίων ήταν ευθύνη όλης της κοινότητας και συνήθως γινόταν με «προσωπική εργασία», υποχρεωτική για όλους, εξασφάλιζε την επικοινωνία των κατοίκων με τα χωράφια, τα βοσκοτόπια και τον μύλο, αλλά και με τα γειτονικά χωριά και τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της περιοχής, τον Προυσό παλαιότερα και κυρίως με το Θέρμο, το μεγαλύτερο και πλησιέστερο κεφαλοχώρι της περιοχής. Για τον λόγο αυτό μεριμνούσαν να παραμένουν ανοιχτοί καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Στη διαμόρφωση των οδικών αρτηριών καθοριστικό ρόλο έπαιζε πρωτίστως η ασφάλεια και η ευκολία πρόσβασης, δεδομένου ότι οι άνθρωποι των ορεινών χωριών αναγκαστικά, διανύουν καθημερινά σημαντικές αποστάσεις, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες του αγροτοποιμενικού βίου.
Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών, μακριά από τα κεφαλοχώρια και τα μεγάλα αστικά κέντρα,με τις όποιες δυσκολίες στην καθημερινή συγκοινωνία και επικοινωνία, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τη σοφία τους, προσπαθούν να αξιοποιήσουν τους περιορισμένους φυσικούς πόρους, ώστε να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες και κυρίως να είναι αυτάρκεις.Η οργάνωση κάθε οικισμού προσαρμόζεται επομένως στους περιορισμούς που θέτει το ίδιο το φυσικό περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί τις δυνατότητες που αυτό προσφέρει.Οι γεωγραφικές και φυσικές συνθήκες καθορίζουν εν πολλοίς το είδος της απασχόλησης των ορεινών πληθυσμών, τις μεθόδους αναπαραγωγής του υλικού βίου και τα πρότυπα ζωής. Για αιώνες ο πρωτογενής τομέας στάθηκε για τους ορεσίβιους η βασική πηγή βιοπορισμού. Κάθε νοικοκυριό των ορεινών χωριών καλύπτει τις ανάγκες του, στηριζόμενο σε αυτά που παράγει και σε αυτά που απλόχερα του δωρίζει ο τόπος του. Ωστόσο, τα εδάφη των ορεινών περιοχών είναι φτωχά και πετρώδη και ο διαθέσιμος καλλιεργήσιμος τόπος λιγοστός και άγονος. Με μοναδικά εφόδια τη σοφία, την αστείρευτη υπομονή και τα χέρια τους, οι κάτοικοι καταφέρνουν να μετατρέψουν τις άγονες πλαγιές σε καλλιεργήσιμα χωράφια, κτίζοντας με τον ιδρώτα τους πεζούλες από ξερολιθιές που λειτουργούν ως τοίχοι αντιστήριξης. Καλαμπόκι και σιτάρι για το ψωμί, φασόλια, πατάτες, φακές, ρεβίθια, λαχανικά, σταφύλια, τριφύλλι για ζωοτροφή, μηλιές, κερασιές,καρυδιές, κυδωνιές και καστανιές, είναι λίγες μόνο από τις καλλιέργειες των κατοίκων, οι οποίοι γνωρίζουν ακόμη και σε ποιο χωράφι θα πρέπει να καλλιεργηθεί το κάθε προϊόν. Φημισμένα είναι τα αργυροπηγαδίτικα φασόλια, για τα οποία ο Δημήτρης Λουκόπουλος αναφέρει: «Αργυροπηγαδίτικα φασόλια, αν φάτε που βράζουν μ’ ένα νερό, θάχετε να το μολογάτε όλη τη ζωή σας. Τα κάνει ο τόπος νόστιμα και βραστερά».
Ας εστιάσουμε τώρα στον ρόλο της κοινότητας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τα μέλη της μικρής κοινωνίας των ορεινών οικισμών αναπτύσσουν παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις και λειτουργούν στη βάση κανόνων και αξιών, όπως η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη. Ταυτόχρονα, η ανάγκη έκφρασης της πολιτικής ταυτότητας οδηγεί στη θεσμική συγκρότηση της κοινότητας, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν πάντα η αυτόνομη και δημοκρατική λειτουργία της. Άλλωστε, η περιοχή παρουσιάζει μακρά δημοκρατική παράδοση, ήδη από τα χρόνια εμφάνισης της Αιτωλικής Συμπολιτείας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει. Πρώτη φορά απαντάται ως κοινότητα με το όνομα Γκιρτοβός του Δήμου Αμβρακιάς το 1835. Το όνομα Γκερτοβός αποκτά το 1912 και το 1928 μετονομάζεται σε Αργυρό Πηγάδι. Η κοινότητα καταργήθηκε το 1997 και πλέον ανήκει στον Δήμο Θέρμου. Βασικές αρμοδιότητες του Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο ενέπνεε σεβασμό και όλοι οι κάτοικοι του χωριού σέβονταν τις αποφάσεις του, ήταν η φροντίδα για το δίκτυο μονοπατιών και δρόμων εντός του χωριού, αλλά και οι δρόμοι επικοινωνίας και τα σύνορα με τα υπόλοιπα γειτονικά χωριά,η κατασκευή υδραγωγείου για το πόσιμο νερό και υδατοδεξαμενών για την αποθήκευση νερού άρδευσης που μεταφέρονταν από μακρινές αποστάσεις, η μέριμνα για ιατρική περίθαλψη, τη λειτουργία του Δημοτικού Σχολείου με τον διορισμό και την τοποθέτηση δασκάλου, η λειτουργία του μύλου κ.ά. Υπήρχε σεβασμός, καθώς όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν μετά από ανοιχτή διαβούλευση, ώστε να επιλέγονται πάντα οι κοινά αποδεκτές λύσεις. Οι περισσότερες εντάσεις ανέκυπταν γύρω από τα βοσκοτόπια και κυρίως την άρδευση των καλλιεργήσιμων γαιών, καθώς το πότισμα των χωραφιών ήταν θέμα εξασφάλισης του ψωμιού και συνεπώς της επιβίωσης της ίδιας της οικογένειας. Όλες επιλύονταν όμως επί τόπου, μιας και το χωριό ήταν απομονωμένο από την κεντρική εξουσία, άμεσα και με δίκαιο τρόπο, με συνεννόηση, αγάπη και αγαστή συνεργασία, με γνώμονα το κοινό συμφέρον, αφήνοντας στο περιθώριο εγωιστικές, ατομικιστικές συμπεριφορές.Εκτός από το θεσμοθετημένο δίκαιο, υπήρχαν και οι άγραφοι νόμοι που επίσης όλοι σέβονταν, καθώς όποιος τολμούσε να τους παραβιάσει, αντιμετώπιζε την κοινωνική κατακραυγή των συγχωριανών του και του Κοινοτικού Συμβουλίου.
Αν και ο χρόνος της κατασκευής και της έναρξης λειτουργίας του μύλου δεν μας είναι γνωστός, ωστόσο η ύπαρξή του είναι αναπόσπαστα συνυφασμένη με τον τρόπο ζωής των κατοίκων, την οικονομική τους δραστηριότητα, τη λειτουργία και διαχείριση των διαθέσιμων υποδομών από την κοινότητα. Η ιδιοκτησία του είχε παραχωρηθεί στον ναό του Αγίου Δημητρίου, ώστε να εξασφαλίζεται κάποιο εισόδημα και για τον ναό, ενώ για αρκετό διάστημα λειτουργούσε παράλληλα και ένας ακόμη νερόμυλος που ανήκε στην οικογένεια των Κοτσαλαίων. Ο μύλος έβγαινε σε δημοπρασία κάθε ένα ή δύο χρόνια από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο σε συνεργασία με το εκάστοτε Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας. Πρόκειται για απλό, μονόχωρο πετρόχτιστο κτίσμα με στέγη αρχικά καλυμμένη από σχιστολιθικές πλάκες, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από τσίγκο, και ένα μικρό παράθυρο, από το οποίο εξασφαλιζόταν ο απαραίτητος φωτισμός του. Ήταν σε λειτουργία μέχρι τις δεκαετίες 1970 και 1980 με τελευταίο μυλωνά τον Γεώργιο Φ. Πριόβολο[34]. Ο ρόλος της κοινότητας στη διαχείριση του μύλου διαφαίνεται από συμφωνητικό του 1867 που συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο Κουρήτιδος Δημήτριο Παπαδογιάννη, ανάμεσα στον διαχειριστή της Κοινότητας Γκιρτοβού Θωμά Τσαπαρή, υπεύθυνου για τον υδρόμυλο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, και τον μυλωνά Ιωάννη Παναγιωτόπουλο[35]. Δυστυχώς σήμερα ο μύλος έχει καταστραφεί μετά τις έντονες βροχοπτώσεις του Φεβρουαρίου του 2015, οι οποίες παρέσυραν όχι μόνο το ίδιο το κτίσμα, αλλά και ένα όμορφο πετρόχτιστο γεφύρι που εξυπηρετούσε τους διαβάτες από το 1930 μέχρι το 1994[36].
Κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου αποτελούν και τα επαγγέλματα, με τα οποία βιοπορίστηκαν οι κάτοικοί του. Οι αναγκαιότητες που γεννιούνται σε αυτές τις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές, οδήγησαν συχνά τους κατοίκους, όχι μόνο στο Αργυρό Πηγάδι, αλλά και στα υπόλοιπα χωριά, εκτός από την ενασχόλησή τους με τον πρωτογενή τομέα, τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, στην άσκηση ενός κοινωνικά χρήσιμου και πρακτικού επαγγέλματος. Το κυριότερο ήταν αυτό του χτίστη, μιας και η πέτρα είναι το μόνο άφθονο στοιχείο που διέθετε ο τόπος τους. Υπήρχαν ντόπιοι χτιστάδες που συχνά μετακινούνταν προς άλλα γειτονικά χωριά, αλλά και εκείνοι που έρχονταν από μακριά (π.χ. πετράδες από την Ήπειρο που έχτισαν τους ναούς του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Γεωργίου). Τα μικρότερα ξωκλήσια χτίζονταν συνήθως από ντόπιους μαστόρους και από αυτά το παλαιότερο χρονολογικά είναι αυτό της Παναγίας στον συνοικισμό της Θεοτόκου, το οποίο χτίστηκε το 1890. Άλλα επαγγέλματα που παρείχαν αυτάρκεια στους κατοίκους του χωριού ήταν οι μαραγκοί, οι βαρελάδες, οι σιδεράδες, οι γανωματήδες-καλαντζήδες, οι υδρονομείς-«νεροφόροι», οι υφάντρες και οι ραφτάδες, οι τσαγκάρηδες κ.ά.
Αργυρό Πηγάδι. Το παλαιό Δημοτικό Σχολείο φιλοξενεί από το 2017 το Κέντρο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών (φωτ. Γ. Σταμάτης)
«Ξεχωριστή θέση στην πολιτιστική παρακαταθήκη των ορεινών κοινωνιών κατέχουν οι κανόνες και οι αξίες, στις οποίες στήριξαν οι κάτοικοί τους την ατομική και συλλογική προκοπή τους. Οι συνθήκες απομόνωσης από τα πλησιέστερα μεγάλα αγροτικά και αστικά κέντρα, αλλά και η ιδιαιτερότητα του χώρου κατοίκησης, απαιτούσε ένα σύνολο αρχών και αξιών που καθαγίαζε την εργατικότητα, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη, την ολιγάρκεια, την αυτάρκεια και την απλότητα. Οι άνθρωποι των ορεινών χωριών γνωρίζουν ότι ο τόπος τους είναι φτωχός και ότι ο μόχθος τους δεν μπορεί να ανταμειφθεί πλουσιοπάροχα. Παλεύουν όχι για να πλουτίσουν, αλλά για να επιβιώσουν, αποκομίζοντας τον καθημερινό «επιούσιον άρτο». Και τα καταφέρνουν». Με αυτά τα λόγια του βιβλίου, θα ήθελα να απευθύνω θερμές ευχαριστίες σε όλους όσους μόχθησαν για αυτή την καλαίσθητη έκδοση, την κα Βενετία Δημοβασίλη-Κωνσταντινίδη, τον κ. Γιώργο Κωνσταντινίδη και την κα Σπυριδούλα Πυρπύλη, η οποία είχε και την επιμέλεια της οργάνωσης της έκθεσης, πρωτίστως όμως σε όσους είχαν την έμπνευση και το μεράκι να εργαστούν για τη μετατροπή του παλιού Δημοτικού Σχολείου σε Κέντρο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς των Ορεινών Χωριών. Ευχή όλων μαςτο μικρό αυτό σχολείο που μεταμορφώθηκεσε ένα πολυδιάστατο πολιτιστικό χώρο που αναδεικνύει με τον πλέον εύγλωττο τρόποτον διαχρονικό τρόπο οργάνωσης των μικρών απομονωμένων κοινωνιών των ορεινών χωριών με τη συνοδευτική έκδοση που ακολούθησε, να αποτελέσουν το έναυσμα για τη μελέτη του παρελθόντος και παράδειγμα προς μίμηση, ώστε να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη για τις νεότερες γενεές.
Σημειώσεις
1.Bommeljé – Doornetalii 1987.
2.Απόκουρο καλείται το βόρειο τμήμα της Επαρχίας Τριχωνίδας. Η ονομασία δεν απαντάται σε αρχαίους και βυζαντινούς συγγραφείς. Πρώτη μνεία σε έντυπο του 1520 με την ακολουθία και τον βίο του Οσιομάρτυρος Ιακώβου του Νέου, ο οποίος ασκήτεψε πλησίον του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου της Δερβέκιστας (σημ. Ανάληψη Θέρμου). Για το Απόκουρο, βλ. Λουκόπουλος 2002, 90 κ.ε.
3.Λουκόπουλος 2002, 248.
4.Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (3.96-98) οι Ευρυτάνες θα ήταν εγκατεστημένοι γύρω από τη λίμνη Τριχωνίδα, οι Οφιονείς στην κοιλάδα του Ευήνου και οι Αποδωτοί στην περιοχή του κάτω ρου του Μόρνου, βλ. Σωτηριάδης 1907.
- 5. Παπαποστόλου 2014, 51-54. Scholten
6.Παπαποστόλου 2014, 54-73. Καρύτσας 1999. Κατωπόδης 1990.
7.Ζαφειροπούλου 2011, 14-16.
- 8. Νεραντζής 2004, 115-118.
- 9. Bommeljé – Doornetalii 1987, 76, λήμμαAMVRAKIA. Τα ορατά οικοδομικά κατάλοιπα είναι πιθανόν ότι ανήκουν στην αρχαία οχύρωση που αναφέρει ο Κ. Στεργιόπουλος στη θέση «Ταμπούρια της Αμβρακιάς», Στεργιόπουλος 1939, 95.
- 1 Ρωμαίος 1955, 71-76. Ρωμαίος 1924. Ρωμαίος 1920-21, 169-170, εικ. 3-6. Αντιθέτως η Cl. Antonettiυποστηρίζει ότι το χάλκινο αγαλμάτιο δεν βρέθηκε κατά χώραν και θεωρεί ότι είναι εισηγμένο από κάποιο εργαστήριο των Μεσσηνίων της Ναυπάκτου, δεδομένου ότι δεν απαντά λατρεία του Διός στην Αιτωλία, Antonetti 1990, 224-225.
11.Νεραντζής 2004, 116.
[1]2.Papapostolou 2010, 27, fig. 21. Ρωμαίος 1922-25, 6-7.
- 1 Antonetti 1990, 225. Ρωμαίος 1920-21, 169-170.
- 1 Λουκόπουλος 2002, 284.
15.Bommeljé – Doornetalii 1987, 90, λήμμα KOKKINOVRYSI.
- 1 Πορτελάνος 1998, 507.Bommeljé – Doornetalii 1987, 90, λήμμα ARGYRONPIGADION.
- 1 Αλεξοπούλου 1987.
- 1 Λουκόπουλος 2002, 256.
19.Ό.π., 275.
- 2 Ό.π., 276, 280.
- 2 Ό.π., 269.
- 2 Νεραντζής 2004, 117.
23.Βικάτου 2018. Παπαποστόλου 2014.
24.Βικάτου – Μακραδήμα – Σταμάτης 2019, 30.
- 2 Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου, πολλές από τις πληροφορίες αντλήθηκαν από το συγκεκριμένο βιβλίο.
- 2 Για τη συμβολή του Αργυρού Πηγαδιού στην Επανάσταση του 1821, βλ. Γ. Κωνσταντινίδης, «Το Αργυρό Πηγάδι στον αγώνα του ‘21», εφημ. Το γράμμα μας, φύλ. 174, Απρίλιος-Ιούνιος 2021, 1, 6-7.
- 2 Α. Δ. Κωστόπουλος, «Τα αποκαλυπτήρια του Οπλαρχηγού Κώστα Σιαδήμα», Εφημ. Το γράμμα μας, αρ. φύλλου 168, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2019, 3-5, 8-10.
28.Κατσιμπίνης 2004. Σημαντικές πληροφορίες για τον ναό του Αγίου Γεωργίου περιέχονται, επίσης, σε άρθρο της εφημερίδας Αιτωλοακαρνανικός Τύπος, Ιανουάριος 2018, 9 με τον τίτλο: «Ο Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου στο Αργυρό Πηγάδι Θέρμου».
- 2 Για την προέλευση του ονόματος Ταλαγάνης, βλ. Γ.Ι. Πριόβολος, «Οι ρίζες μας Πριόβολοι», εφημ. Το γράμμα μας, φύλ. 150, Απρίλιος-Ιούνιος 2015, 5. Σύμφωνα με τον Γ. Πριόβολο το αρχικό του όνομα ήταν Βασίλης Θανασόπουλος και το άλλαξε σε Ταλαγάνης, γιατί συνήθιζε να φοράει ένα κοντό ταλαγάνι, ένα πανωφόρι υφαντό στον αργαλειό, συνήθως από μαλλί προβάτου, με κατσιούλα και μανίκια.
- 3 Ο Παρθένιος Κότσαλος έζησε ως μοναχός στον ναό του Αγίου Γεωργίου και στη συνέχεια στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου της Δερβέκιστας (σημ. Ανάληψη). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρέθηκε στη Σπιναλόγκα, μάλλον ως ασθενής. Από την εποχή αυτή σώζεται φωτογραφία του που απέστειλε προς τον αδελφό του Γεώργιο, τον οποίο παροτρύνει να τη βάλει μέσα σε κορνίζα, απευθύνει χαιρετισμό στην οικογένειά του, τους συγγενείς και φίλους και ζητάει: «να μου γράφετε συχνά Όλι προς παρηγορίαν μου. Σπιναλόγγα την 13 Ιουνίου 1923 με το παλεόν. Εύχομαι να υγιένεται. Παρθένιος» (εφημ. Το γράμμα μας, φύλ. 151, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015, 12). Η φωτογραφία, προσφορά της Μάνθας Ν. Κότσαλου, φυλάσσεται στο αρχείο του Συλλόγου των Αργυροπηγαδιτών.
- 3 Λουκόπουλος 2002, 241-248. Α.Β. Πυρπύλης, Ἀργυρὸ Πηγάδιον, Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 2, 490-491.
- 3 Λουκόπουλος 2002, 244.
- 3 Εκτενές αφιέρωμα στα εγκαίνια του Κέντρου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών, βλ. εφημ. Το γράμμα μας, φύλ. 159, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2017.
- 3 Περισσότερες πληροφορίες για τον μύλο, βλ. Γ.Χ. Κωνσταντινίδης, «Ο τόπος και οι ιστορίες του. Ο μύλος», εφημ. Το γράμμα μας, φύλ. 153, Ιανουάριος-Μάρτιος 2016, 4.
- 3 Γ.Χ. Κωνσταντινίδης, «Ο τόπος και οι ιστορίες του. Ο μύλος του χωριού», εφημ. Το γράμμα μας, φύλ. 154, Απρίλιος-Ιούνιος 2016, 4.
36.Το 2016 κυκλοφόρησε από τον Σύνδεσμο Αργυροπηγαδιτών συλλεκτικό ημερολόγιο με φωτογραφίες του μύλου.
Συντομογραφίες –Βιβλιογραφία
– ΑΔ = Αρχαιολογικόν Δελτίον
– ΑΕ = Αρχαιολογική Εφημερίς
– BCH = BulletindeCorrespondanceHellénique
– HME = ΗμερολόγιοντηςΜεγάληςΕλλάδος
– Αλεξοπούλου, Γ., 1987. «Αργυρό Πηγάδι», ΑΔ 42, Χρονικά – Β΄ 1, 179.
– Antonetti, Cl., 1990. Les Étoliens. Image et Religion, Paris.
– Βικάτου, Ο., 2018. «Ιερό Απόλλωνος Θερμίου», Αρχαιολογία & Τέχνες, τεύχος 128, 108-144.
– Βικάτου, Ο. – Μακραδήμα, Λ. – Σταμάτης, Γ. 2019. Το Ιερό του Απόλλωνος στον Θέρμο Αιτωλίας. ΟδηγόςΑρχαιολογικούΜουσείουΘέρμου • The Sanctuary of Apollo at Thermos. A Guide to the Archaeological Museum of Thermos, ΥΠΠΟΑ, ΕΦΑΑιτωλοακαρνανίαςκαιΛευκάδος, ΤαμείοΑρχαιολογικώνΠόρωνκαιΑπαλλοτριώσεων, Αθήνα.
– Bommeljé, S., Doorn, P. K., Deylius, M., Vroom, J., Bommeljé, Y., Fagel, R., Wijngaarden,van H., 1987. AetoliaandtheAetolians. Towards the Interdisciplinary Study of a Greek Region, STUDIA AETOLICA 1, Parnassus Press, Utrecht.
– Ζαφειροπούλου, Φ., 2011. «Η Αιτωλία ανά τους αιώνες», στο Φ. Ζαφειροπούλου, Μ. Σταυροπούλου-Γάτση, Γ. Σταμάτης (επιμ.), Τριχόνειον-Ἄκραι-Μέταπα. Αἰτωλῶν πόλεις, Αθήνα, 12-19.
– Καρύτσας, Γ.Β., 1999. Η Ομοσπονδιακή Αιτωλική Πολιτεία και το Αρχαίο Θέρμο. Το δημοκρατικό πολίτευμα που ζει μέχρι σήμερα, β’ έκδοση.
– Κατσιμπίνης, Χρ., 2004. «Παράλληλες τεχνικές δόμησης των εκκλησιών της περιοχής Ασπροποτάμου και της περιοχής του Ευήνου ποταμού», στο Β΄ Διεθνές Ιστορικό και Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας, Αγρίνιο 29-31 Μαρτίου 2002, β΄ τόμος, 683-702, Αγρίνιο.
– Κατωπόδης, Γ.Σ., 1990. ΑιτωλικήΣυμπολιτεία, β΄έκδοση, Αγρίνιο: Ιστορική & Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
– Λουκόπουλος, Δ., 2002. Θέρμος και Απόκουρο. Ιστορία – Αρχαιολογία – Λαογραφία, Ελληνική Λαογραφική Βιβλιοθήκη 5, β΄ έκδοση, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα.
– Παπαποστόλου, Ι.Α., 2014. Το Ιερό του Θέρμου στην Αιτωλία. Ιστορία – Μνημεία – Περιήγηση του χώρου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 291, Αθήνα.
– Papapostolou, I.A., 2010. “Aspects of cult in early Thermos”, AE, 1-59.
– Πορτελάνος, Α.Κ., 1998. Οι αρχαίες αιτωλικές οχυρώσεις, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τόμ. Α΄.
– Ρωμαίος, Κ.Α., 1955. «Τὸ ἀγαλματάκι τῆς Ἀμπρακιᾶς»,Μικρά Μελετήματα, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, Περιοδικόν Σύγγραμμα Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τόμ. 7, Παράρτημα, Θεσσαλονίκη, 71-76.
– Ρωμαίος, Κ.Α., 1924. «Το αγαλματάκι της Αμπρακιάς», ΗΜΕ, 452-459.
– Ρωμαίος, Κ.Α., 1924-25. «Θέρμος και γειτονικοί τόποι», ΑΔ 9, Παράρτημα του ΑΔ 1922-25, 4-7.
– Ρωμαίος, Κ.Α., 1920-21. «Διάφοροι τόποι της Αιτωλίας», ΑΔ (6), Παράρτημα, 169-171.
– Scholten, J.B., 2000.The Politics of the Plunder: Aitolians and their Koinon in the Early Hellenistic Era, 279-217 B.C., London.
– Στεργιόπουλος, Κ.Δ., 1939. Η αρχαία Αιτωλία. Ιστορικογεωγραφική μελέτη μετά χαρτών και εικόνων, Αθήνα.
– Σωτηριάδης, Γ., 1907. «Ζητήματα αἰτωλικῆς ἰστορίας καὶ τοπογραφίας», BCH 31, 270-320.
Χρυσούλα Σπυρέλη, Δρ. Λογοτεχνίας
(Λόγω ξαφνικής αδιαθεσίας η κ Χρυσούλα Σπυρέλη δεν μπορούσε να παρευρεθεί στην παρουσίαση και την εισήγησή της διάβασε η κ Βενετία Δημοβασίλη – Κωνσταντινίδη)
Οι παραδοσιακοί κανόνες και οι αξίες, στις οποίες στήριξαν κατά το παρελθόν οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών την ατομική αλλά και την κοινωνική τους πρόοδο, είναι ένα μεγάλο Κεφάλαιο στην εποχή τους που αξίζει να το συζητάμε και να το προβάλλουμε στις μέρες μας. Αλληλεγγύη, ολιγάρκεια, απλότητα, εργατικότητα, κοινοτικό πνεύμα στη χαρά και στη λύπη, είναι μερικές από αυτές τις αξίες.
Θα προσεγγίσουμε ορισμένες καθώς αφουγκραζόμαστε κυρίως τη φωνή των κατοίκων της περιοχής που έδωσαν την προφορική τους μαρτυρία στους συγγραφείς του βιβλίου «Αργυρό Πηγάδι Ορεινής Τριχωνίδας». Εκ των προτέρων είμαστε βέβαιοι ότι τα βιώματα των ίδιων ιστορικών υποκειμένων είναι εκείνα που συντελούν τα μέγιστα στην κοινωνιολογική προσέγγιση αυτών των θεμάτων.
Με δεδομένο βέβαια ότι πρόκειται κατά κανόνα για γεωκτηνοτροφικές κοινωνίες ας αρχίσουμε από το πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας που είχε αφετηρία την ίδια την οικογένεια και συνέχιζε στη γειτονιά αλλά και σε ολόκληρο το χωριό. Στις πολυμελείς κατά κανόνα οικογένειες, όπου συμβιώνουν στο ίδιο σπίτι παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, παιδιά και εγγόνια, ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους είναι το κύριο μάθημα εξ απαλών ονύχων. Οι νεότεροι σέβονται και τιμούν τους ηλικιωμένους αλλά και εκείνοι συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο. Οι γιαγιάδες φροντίζουν τα παιδιά, γνέθουν, πλέκουν για όλους (φανέλες, τσουράπια, φορέματα), μαγειρεύουν κλπ. Οι παππούδες φροντίζουν τα εργαλεία και βοηθούν, με τη πείρα τους, τους νεότερους στις ποιμενικές ή γεωργικές εργασίες, αλλά και τα παιδιά, όταν δεν είχαν σχολείο, βοηθούσαν στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές.
Η δύναμη και η συνοχή της οικογένειας γινόταν η βάση και συνεχιζόταν στη γειτονιά που είναι «το βασικό κοινοτικό κύτταρο». Ήταν όλοι βέβαιοι ότι «σήμερα βοηθάνε το γείτονα και αύριο θα τους το ανταποδώσει». Όποιος κι αν είναι, με τα καλά και με τα άσχημά του, και με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα: Δανείζοντας εργαλεία, σκεύη, προϊόντα ακόμα και χρήματα. Ψωνίζοντας βερεσέ, αν χρειαστεί, και όταν πουλούν τις σοδιές τους (φασόλια, πατάτες, καρύδια κλπ) ή όταν κάνουν κάποια μεροκάματα, εξοφλούν τα χρέη.
Αυτή η σχέση των μελών μιας κοινωνίας ανάμεσά τους, στην περίπτωση που μελετούμε φαίνεται, κυρίως, στην κοινοτική αλληλεγγύη που έχει αρκετές όψεις. Στο όργωμα ή στο ξεφλούδισμα των καλαμποκιών του γείτονα «βοηθάμε εμείς κι αύριο εκείνος!». Η πιο εντυπωσιακή και άγνωστη για τους περισσότερους, ενότητα στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, κατά τη γνώμη μας, είναι η περιγραφή της Παρακαλιάς. Όταν κάποιος ξεκινούσε να χτίσει σπίτι ήξερε ότι θα τον βοηθήσει το χωριό για να μεταφέρει τα υλικά.
Θα σας διαβάζω δυο αντίστοιχες προφορικές μαρτυρίες. Η μια είναι του Χρήστου Κωστόπουλου: «όταν χτιζόταν σπίτι οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε πέτρες και πλάκες, φορτωμένες στην πλάτη τους και οι άντρες στον ώμο».
Η άλλη είναι της Γιαννούλας Ντούρου. «Έβαλε ο Χαράλαμπος, να φτιάξ’ το σπίτ’ και πάαινε εδώ στα Τσολκαίικα αοπέρα, στο στεφάνι, κι έβγαζε πέτρα και το βράδ’ π’σερίπωνε μαζώνομασταν οι γυναίκες όλες, κμαντάρζαμε τα παιδιά, όπως οι γίδες τα κατσίκια, και μαζώναμε πλάλα κι πάιναμε εκεί. Αϊ λέγαμε, να πάμε να φέρουμε καμιά στράτα πλάκες, να ‘χνε να σκεπάσ’νε αύριο. Τ’ Χαράλαμπ’, τ’ Χριστόφορ’, ΟΠΟΙΟΣ ΕΦΤΙΑΧΝΕ».
Κάποιες φορές με προσωπική ευθύνη αναλαμβάνουν να λύσουν και θέματα που θα μπορούσε να τα φέρει εις πέρας η πολιτεία. Παράδειγμα να ανοιχθεί ένας δρόμος ή να ρθει ο δρόμος στο χωριό (είτε με προσωπική εργασία είτε να φροντίσουν ως κοινότητα).
Ο δάσκαλος Αθανάσιος Πυρπύλης με την προφορική του μαρτυρία δίνει μια γενικότερη διάσταση στην εθελοντική εργασία των ορεινών κοινοτήτων. Λέει λοιπόν: «Οι πρόγονοι μας με εθελοντική προσωπική εργασία έκτισαν σχολεία, εκκλησίες, νερόμυλους, αλώνια». Αναφέρεται επίσης στην εθελοντική εργασία των κατοίκων (δεκαετία 1960) για την κατασκευή μαγειρείου και χώρου εστίασης των μαθητών για τα μαθητικά συσσίτια (σ.140). Κι σε άλλο σημείο προσθέτει: «Με σεβασμό υποκλινόμαστε στη μνήμη τους και εμπνεόμαστε από την αγάπη τους για τον φτωχό αλλά όμορφο τόπο τους» (σ. 159)
Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο στοιχείο των παραδοσιακών κοινωνιών, όπως εντοπίζεται και αυτό στις προφορικές μαρτυρίες, είναι η Ολιγάρκεια και η Αυτάρκεια. Ακούμε την εμπειρία δυο γυναικών της εποχής:
«Μαγειρεύαμε. Είχαμε τα πράματα. Το γάλα, το τυρί, τις πατάτες μας, τα φασόλια μας. Φτιάχναμε πίτες. Μαζεύαμε το καλαμπόκι μας, το σιτάρι μας, τα φασόλια μας. Τις φακές μας, τα ρεβίθια μας». Και: «Διατηρούσαμε το τυρί σε δέρματα ζώων ή ξύλινα ταλάρια, βαρέλια σε άλμη» (οι μαρτυρίες αντλήθηκαν από την Ρήνα Κωνσταντινίδη και την Γιαννούλα Ντουρου (σ.90).
Αξίζει επίσης να προσεγγίσουμε τον αξιακό κώδικα των κατοίκων, τον άυλο δηλαδή πολιτισμό. Πρωτίστως τη γλώσσα τους με τις συγκοπές και της συντμήσεις των συλλαβών, τους ιδιωματισμούς και τη μελωδία τους. Την αισθανόμαστε ακόμα περισσότερο στα τραγούδια της χαράς, της δουλειάς, της αγάπης, αλλά και σε κείνα της λύπης και του Χάρου.
Ύστερα, στον τρόπο της συλλογικής ψυχαγωγίας , που είναι και δείκτης πολιτισμού. Άλλωστε δεν θα βρούμε κοινότητα ανθρώπων που δεν έχει θεσμοθετήσει την ομαδική διασκέδαση. Για παράδειγμα τα πανηγύρια. Κυρίαρχο στοιχείο της λαϊκής ψυχαγωγίας είναι το τραγούδι και ο χορός, το «αυθόρμητον» του λαϊκού πολιτισμού, η άνευ όρων παράδοση στη συλλογική διασκέδαση. Στο Αργυρό Πηγάδι, το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου και το τριήμερο του Πάσχα εγγράφεται σταθερά στη συλλογική μνήμη.
« Άμα τελείωνε η εκκλησία βγαίναμε έξω κι αρχίναγαν το χορό. Θυμάμαι, μικρός εγώ, τριάντα δύο φουστανελάδες… Και οι γυναίκες με τα φορέματα με την «κούδα», τις αλυσίδες» αφηγείται ο Γιάννης Κότσαλος εστιάζοντας στην αισθητική της ενδυμασίας.
Μια αντίστοιχη φωτογραφία στη σελίδα 5 συμπληρώνει σιωπηλά την αφήγηση:. Ο Χαράλαμπος Γαρδίκης στο βιολί, ο Θανάσης Κωστόπουλος από την Αμβρακιά στην κιθάρα κι ο Βασίλης Σκουλαρίκης από την Κοκκινόβρυση στο Κλαρίνο!
Στη συνέχεια ας παρακολουθήσουμε τις διάφορες εθιμοτυπικές πράξεις π.χ. γάμου (προζύμια, προικιά, γλέντι του γάμου ) ή Μαρτυρίες για προξενιά και κρυφές αγάπες που επιβεβαιώθηκαν με το στεφάνι.
«Ήρθα νύφη με το μουλάρι, τη Ρούσσα του Γιώργου του Πριόβολου… Μ’ έφερε νύφη και μου πε πώς θα κάνω την κουλούρα, πώς θα πετάξω τα μήλα» (σ.150). Μια μαρτυρία που περιέχει και το όνομα του μουλαριού που μετέφερε τη ΝΥΦΗ! Η Ρούσα, τι ΥΠΈΡΟΧΟ όνομα! Στην πραγματικότητα χτίζεται μια ολόκληρη σκηνή μοναδικού κάλλους με μουσική επένδυση. Μια περφόρμανς, ή μια κινηματογραφική σκηνή υψίστου κάλλους!!!!
Διάβασα στη σελ 151 ότι υπάρχουν βίντεο με τραγούδια του γάμου και όχι μόνο.
Αχ να μπορούσαμε να ακούσουμε απόψε σε αυτή τη συνάντηση ένα από αυτά. Προσωπικά θα διάλεγα εκείνο που τραγουδούσε και η μάνα μου:
Ας πα να ιδούν τα μάτια μου
πώς τα περνά η αγάπη μου,
μην’ ηύρ’ αλλού κι αγάπησε
και μένα μ’ απαράτησε.
Αυτό είναι εν περιλήψει Το Γκέρτοβον και οι Γκιρτοβίτες ή το Αργυρό Πηγάδι!!! με όλο τον πλούτο και τον πολιτισμό του. !!!!!
Θα ήθελα να συγχαρώ την επιστημονική ομάδα που ανέλαβε την επιμέλεια του Λευκώματος: Τον Γιώργο Κωνσταντινίδη, την Βενετία Δημοβασίλη και την Σπυριδούλα Πυρπύλη. Αλλά να συγχαρώ και την πρωτοβουλία του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών για την σχετική απόφαση και όλους τους παράγοντες που με τις ενέργειές τους συνέβαλαν να εκδοθεί το βιβλίο και να γνωρίσουμε εμείς και οι μετά από μας το Αργυρό Πηγάδι!
Μέσα από την έκθεση του Κέντρου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών (η οποία έγινε στο παλιό δημοτικό σχολείο/ κατασκευής 1902) προέκυψε ένας άυλος πλούτος, απαραίτητος για το μέλλον!
Συγχαρητήρια θερμά στους δυο συναδέλφους Βενετία Δημοβασίλη και Γιώργο Κωνσταντινίδη για τις συνεντεύξεις που πραγματοποίησαν με άτομα άνω των 70 ετών (πριν από μια πενταετία), με τις προφορικές μαρτυρίες τους να φωτίζουν με αυθεντικότητα μια εποχή που παρήλθε μαζί με τον υλικό και άυλο πολιτισμό της.
Εισήγηση του κ ΓιάννηΣελιμά, Περιβαλλοντολόγου-M.Sc Οικονομική & Περιφερειακή Ανάπτυξη, Συντονιστή Φορέα Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου- Ακαρνανικών Ορέων
«Το σπουδαίο δεν είναι να αλλάξουμε τη ζωή μας,
ονειροπολώντας μια άλλη, πιο ενδιαφέρουσα,
αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή,
όπως μας δόθηκε,
την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη,
όπου το καθετί που μπορούμε να γυρέψουμε
πρέπει να υπάρχει.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τόλμησαν να ζήσουν,
από υπερβολική ευαισθησία.
Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη,
πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.»Με αυτά τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη από το ημερολόγιό του Μέρες Α που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα από το 1925 έως το 1931, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί το περιεχόμενο της σημερινής μου ομιλίας για το πόνημα σχετικά με το Αργυρό Πηγάδι.
Ας σκεφτούμε πως τούτα τα λόγια του ποιητή γράφονται το διάστημα που περιγράφεται κυρίως η ζωή στο Αργυρό Πηγάδι στο εν λόγω βιβλίο. Προφανώς αφορά την Σμύρνη και πιο συγκεκριμένα τα Βουρλά που είναι η γενέθλια πατρίδα του Σεφέρη, όμως μπορούμε να κάνουμε τις αναγωγές μας σε σχέση με τους Αργυροπηγαδίτες που δεν είναι φυσικά πρόσφυγες όπως ο Σεφέρης αλλά εσωτερικοί μετανάστες που με νόστο θυμούνται τον τόπο τους.
Βέβαια κάθε αναδρομή στο παρελθόν χαρακτηρίζεται από εξιδανίκευση καθώς το φίλτρο του χρόνου μεταβάλλει τα πράγματα κι έτσι σαν μια διαδικασία φυσικής επιλογής κρατά στο μνημονικό μας τις ωραίες στιγμές, τις ιδανικές καταστάσεις, ενώ τα άσχημα, τα στενόχωρα τα απωθεί και μ’ έναν τρόπο τα ακυρώνει. Όμως το ζήτημα παραμένει καθώς το βασικό μας ενδιαφέρον πρέπει να είναι το πως θα λαλήσει ετούτη η ζωή και σ’ αυτό ο ποιητής μάς προτρέπει να συνοδεύεται η ευαισθησία μας από ανάλογη δύναμη.
Και πράγματι στην περίπτωση έκδοσης τούτου του λευκώματος η ευαισθησία για το χωριό συνοδεύτηκε από την δύναμη για την έκδοσή του. Μάλιστα η δύναμη δεν εξαντλήθηκε εκεί αλλά και σε σπαράγματα αναστοχασμού και μιας νέας οπτικής για τη μνήμη του Αργυρού Πηγαδιού καθώς δεν αποκρύπτονται εικόνες που γκριζάρουν την αγιογράφησή του. Κι αυτό αξίζει πραγματικά συγχαρητηρίων καθώς οι συγγραφείς αποφεύγουν την ωραιοποίηση και τελικά την γραφικοποίηση του χωριού αλλά στέκονται σε έναν έντιμο διάλογο με την μνήμη και την κατασκευή της.
Έτσι στο προλογικό του σημείωμα ο Δήμαρχος Θέρμου εντοπίζει την θετική διαφορετικότητα της Ορεινής Τριχωνίδας, ενώ ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Αργυροπηγαδιτών γράφει: «Θέλουμε η δουλειά μας αυτή να αποτελέσει αφορμή για να προσεγγίσουμε, όλοι μας και πάλι, τον τρόπο ζωής για αιώνες των ορεινών χωριών και να προβληματιστούμε για την πορεία μας σήμερα.» Πιο κάτω ο περιβαλλοντολόγος Δημήτρης Ανδρεόπουλος επισημαίνει: «Βασική επιδίωξη του Κέντρου είναι οι παραδόσεις, το τοπίο, οι αξίες και οι εμπειρίες του χωριού να παρουσιαστούν με τρόπο διαλεκτικό, βιωματικό και διεπιστημονικό έτσι ώστε να μην εκλαμβάνονται από μελετητές και επισκέπτες ως στοιχεία απλά μουσειακού χαρακτήρα.»
Η μουσειολόγος Σπυριδούλα Πυρπύλη σημειώνει σε σχέση με την υλοποίηση του Κέντρου: « Δόθηκε προτεραιότητα στην αξιοποίηση στοιχείων αντιπροσωπευτικών αλλά όχι στερεοτυπικών που ανταποκρίνονταν στα σημαντικότερα ζητούμενα των θεματικών του υπάρχοντος υλικού, με κριτήριο τη δυνατότητά τους να αποτελέσουν πηγή προβληματισμού και έμπνευσης για το σήμερα.»
Θα μου επιτρέψετε όμως εδώ να πω πως την σφραγίδα στην ανοιχτή προβληματική του αναστοχασμού για το Αργυρό Πηγάδι όχι ως φαντασιακό χώρο μνήμης αλλά ως δρώντα τόπο την θέτει ο Γιώργος Κωνσταντινίδης διατυπώνοντας το καίριο ερώτημα: «Έχει να μας πει κάτι χρήσιμο για το σήμερα η γνώση του τρόπου ζωής των ορεινών χωριών;». Και εδώ έρχεται πάλι ο στοχαστής να μας μιλήσει με λόγο σταράτο για το αν η προσπάθειά μας είναι να επιστρέψουμε σε ένα βουκολικό αρχέτυπο της δεκαετίας του 30, σε μια κλειστή κοινωνία της αγροκτηνοτροφικής οικονομίας ή αν το Αργυρό Πηγάδι μπορεί να εκπέμψει ένα μοντέρνο μήνυμα, ένα σύγχρονο αφήγημα στη νέα μας εποχή, στις σύγχρονες μέρες όπου στη διεθνή ατζέντα τίθεται το ζήτημα της Βιωσιμότητας, το ζήτημα της Αειφόρου Ανάπτυξης καθώς και της Αξιοβίωτης ζωής.
Κάνοντας αυτή τη μακρά εισαγωγή το ενδιαφέρον μου θα εντοπιστεί κυρίως στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της ζωής στο Αργυρό Πηγάδι έχοντας όμως κατά νου δυο τρεις υποσημειώσεις που μου ταλανίζουν τη σκέψη καθόσο διαβάζω το πόνημα. Μπορεί να εκσυγχρονιστεί η παράδοση και να μην αποτελεί μόνο ένα μαυσωλείο μνήμης άνευρο και περιθωριακό; Μπορεί αυτή η κιβωτός μνήμης να γίνει λειτουργική και να αξιοποιηθεί πρακτικά σε ζητήματα ολιγάρκειας, συλλογικότητας, αλληλεγγύης, συμμετοχικότητας; Μπορούμε εν τέλει όλοι μας να μεταβούμε από τη φαντασιακή κατασκευή της μνήμης στην πραγματιστική εφαρμογή της με όρους ανοιχτής κοινωνίας και παγκοσμιοποίησης σήμερα;
Ας περιοριστώ προς το παρόν στα περιβαλλοντικά ζητήματα καθώς νιώθω περισσότερο εξοικειωμένος με αυτά, ιδιαίτερα καθώς έχω μιλήσει δυο φορές για αυτά, τόσο στο Αργυρό Πηγάδι όσο και στου Κάρμα το Διάσελο.
Το Παναιτωλικό είναι μια ιδιαίτερα εκτεταμένη οροσειρά με πολλές ξεχωριστές κορυφές που ξεκινούν από την περιοχή της λίμνης των Κρεμαστών και φτάνουν μέχρι την Τριχωνίδα. Ο ορεινός όγκος δεσπόζει πάνω από τον κάμπο του Αγρινίου. Οι πλαγιές του καλύπτονται από πλούσια δάση ελάτης και άφθονα νερά. Το Παναιτωλικό είναι ενταγμένο στο δίκτυο Natura 2000 ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) που αποτελεί πλέον Ειδική Ζώνη Διαχείρισης (ΕΖΔ) με βάση την οδηγία 92/43 Ε.Ο.Κ για τους οικότοπους και την άγρια ζωή.
Σε ό,τι αφορά τη Γεωλογία, απαντώνται κυρίως ασβεστόλιθοι και φλύσχης.
Σε ό,τι αφορά τα Δάση, κυρίαρχο δασικό είδος είναι η κεφαλληνιακή ελάτη (Abiescephalonica), σχηματίζοντας πυκνές συστάδες μεταξύ των 700 και 1600 μέτρων. Θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων (υποβαθμισμένοι, απόρροια έντονων ανθρωπογενών επιδράσεων) επικρατούν στα υψόμετρα 600-800 μέτρων. Κυριαρχούν τα είδη quercusilex(αριά) και quercuscoccifera(πουρνάρι).
Ταείδηquercuspubescens (χνοώδηςδρυς), quercusfrainetto (πλατύφυλλος δρυς), quercusithaburensissubsp. carcolepis (βελανιδιά) απαντούν στη ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων ή στη μεταβατική ζώνη προς τα δάση κεφαλληνιακής ελάτης.
Στα ανωδασικά επίπεδα, λιβάδια με μορφή στέπας, βραχώδεις εξάρσεις και λιθώνες (σάρες) δίνουν μια ιδιαίτερη όψη στο τοπίο.
Στην περιοχή υπάρχουν περίπου 10 είδη οικοτόπων και πάνω από 20 είδη άγριας ζωής που είναι σημαντικά για την προστασία τους από το δίκτυο Natura 2000. Άρα εξάγεται εύκολα το συμπέρασμα ότι η περιοχή είναι σημαντική για τον φυσικό πλούτο της και αξίζει να προστατεύεται ως οικολογικό απόθεμα της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Ο Φορέας Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου – Ακαρνανικών Ορέων έχει εντάξει ήδη στο Πρόγραμμα ΥΜΕΠΠΕΡΑΑ δράσεις διατήρησης για τον δενδρομυωξό, ενέργειες σήμανσης των περιοχών, καθώς και τη δημιουργία ντοκιμαντέρ και την έκδοση εντύπων για την περιοχή του Παναιτωλικού όρους.
Ο φυσικός πλούτος της περιοχής αποτυπώνεται και στο βιβλίο και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο που αφορά το Δάσος αλλά και τα βότανα της περιοχής όπως το σερπούνι, τη σκάρφη, το βάλσαμο, το μελισσόχορτο, τη ρίγανη, την παλαμονίδα, τη φιλικούλα και άλλα. Βέβαια εδώ ήθελα να σημειώσω ένα γκρίζο σημείο που δεν θα το έλεγα Αειφόρα Πρακτική που είναι η παγάνα, δηλαδή η συγκέντρωση πολλών κυνηγών με τα όπλα τους που αφού εντοπίσουν τους λύκους που απειλούν τα ζώα τους, τους παγιδεύουν και τους σκοτώνουν.
Αλλά αξίζει και η αναφορά στον παπά του χωριού ως μια θετική διαφορετικότητα που για να προστατεύσει το χωριό από τις χιονοστιβάδες της Τριανταφυλλιάς που το απειλούσαν αφόρισε εκ των προτέρων όποιον στο μέλλον θα έκοβε δένδρα από το δάσος που προστάτευε το χωριό. Βλέπουμε δηλαδή μια πρώτη μορφή λειτουργίας Δασαρχείου ή Φορέα Διαχείρισης από την εκκλησία που μεριμνά για το δάσος, άρα και για το χωριό, με την απειλή του Θεού. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν οι άνθρωποι μπορούν να σεβαστούν τους θεσμούς μιας δημοκρατικής χώρας ή μόνο το Θεό μέσω της πίστης. Αίσθηση της αμαρτίας υπάρχει, αίσθηση της παρανομίας όμως;
Το Αργυρό Πηγάδι έχει φυσικό πλούτο, όμως είναι στενός τόπος δηλαδή οι χρήσεις γης για κτηνοτροφία και καλλιέργειες είναι λίγες. Έτσι η κτηνοτροφία εμφανίζεται περιορισμένη ενώ για την εξασφάλιση γης δημιουργούνται πεζούλες. Η αυτάρκεια μιας κοινωνίας που εξισορροπεί ανάγκες με φυσικούς πόρους είναι θαυμαστή. Αποτελεί σοφία για μένα πως από το λίγο βγάζεις το πολύ, πως μειώνεις τις ανάγκες σου και νιώθεις ικανοποιημένος, πως τότε ο σκοπός ήταν η επιβίωση με γλέντι και χαρά κι όχι η διεύρυνση των αναγκών και των ανέσεων σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Από αυτή τη διάσταση του χωριού έχουμε να διδαχτούμε πολλά ως φιλοσοφία ζωής και πρακτική βιωσιμότητας.
Ήδη η ανακύκλωση υπήρχε στο Αργυρό Πηγάδι πριν ανακαλυφθούν τα σύγχρονα συστήματα και το LifeCycleAnalysisή η κυκλική οικονομία. Τότε, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο, κανείς δεν πετούσε,η επισκευή, η επιδιόρθωση των πραγμάτων, εργαλείων, ρούχων ήταν όροι επιβίωσης όχι μια πολυτέλεια της μπουρζουαζίας των καιρών μας. Η εξισορρόπηση των αναγκών με τις δυνατότητες είναι ένα είδος αριστοποίησης που προκύπτει αβίαστα από τις ανάγκες της ύλης και της φθοράς και όχι ένα ακαδημαϊκό μοντέλο εφαρμογής.
Κι αφού αναφέρθηκα σε ακαδημαϊκά μοντέλα θα άξιζε μια αναφορά στο Σχολείο που μαζί με τον Άγιο Δημήτριο θεωρούνται Ιεροί Τόποι. Πράγματι τα αποτελέσματα του σχολείου στο Αργυρό Πηγάδι τα βλέπουμε όλοι σήμερα καθώς οι Αργυροπηγαδίτες είναι άνθρωποι που μορφώθηκαν και πρόκοψαν τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική και δημόσια ζωή τους. Φέρουν το λίκνο των αξιών βαθιά μέσα τους και το μετασχηματίζουν διαρκώς προσαρμόζοντάς το στις ανάγκες και τις εξελίξεις των εποχών. Παρόλα αυτά με χάραξε βαθιά η φράση της Χρυσούλας Καραγεώργου: «Μάθαιναν (γράμματα), εκείνα που τάστελναν (στο Σχολείο). Εκείνα που δεν τάστελναν, δεν μάθαιναν. Ήταν σαν εμένα. Πολλές φορές χρειάστηκε να βάλω υπογραφή και δεν ήξερα. Τα γράμματα είναι άλλα δυο μάτια. Πώς να βοηθήσω τα παιδιά στο σχολείο; Ήξερα γράμματα;»
Κλείνοντας τον σχολιασμό μου θα ήθελα να σημειώσω μερικά ακόμα πράγματα. Ο εκσυγχρονισμός του Αργυρού Πηγαδίου ξεκινά περίπου την δεκαετία του 1960 με την διάνοιξη του δρόμου, την σύνδεση με λεωφορείο, την ηλεκτροδότηση, την κατασκευή υδραγωγείου, την ύπαρξη ταχυδρόμου, τηλεφώνου κ,λ. Υπάρχει η ανάγκη για εξέλιξη και ικανοποίηση αναγκών και ανέσεων που φέρνει η εξέλιξη της επιστήμης, της τεχνολογίας, της εποχής. Κάπου εκεί κατά την άποψή μου κλυδωνίζεται η κλειστή κοινωνία καθώς ξεκινούν οι συγκρίσεις, ιεραρχούνται αλλιώς οι προτεραιότητες και η ελευθερία και η ιδιωτικότητα αντικαθιστούν εκείνο το παλιότερο «ποιος αντέχει τη βοή του χωριού;».
Σημερινό στοίχημα για το Αργυρό Πηγάδι αποτελεί για μένα η λειτουργία του ως ένα Σχολείο Αειφορίας που θα διαλεχθεί με τις σημερινές και τις επόμενες γενεές για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του παραδοσιακού τρόπου ζωής και κυρίως για τα διδάγματα της ολιγάρκειας, της συμμετοχικότητας, του δημοκρατικού τρόπου ζωής (παρόλο που υπήρχαν και σέμπροι)και της Αειφορίας ως τρόπου ύπαρξης. Εκεί θα μπορούσαν οι εκπαιδευόμενοι να προβληματιστούν, να διαλεχθούν και να μάθουν διαλεκτικά ένα άλλο μοντέλο ζωής που είμαι σίγουρος ότι θα αποτελέσει βάση για αναστοχασμό σε σχέση με την ταχύτητα της σημερινής ζωής, τον καταναλωτισμό, την εικονική πραγματικότητα, το επεξεργασμένο και ανεπεξέργαστο τοπίο, την φιλοσοφία και άλλα ζητήματα που σήμερα από πολλούς θεωρούνται αυτονόητα, όμως η νέα γενιά πρέπει να σκεφτεί και να συνθέσει έναν νέο τρόπο ζωής.
Κλείνοντας, διατρέχοντας το βιβλίο δεν σας κρύβω ότι συγκινήθηκα και με κόπο κριτικάρω γκρίζες πλευρές της παράδοσης καθώς κι αυτές αποτελούν τον τρόπο ζωής των γιαγιάδων και των παππούδων μας μα και τις παιδικές μνήμες των ίδιων των γονιών μας.
Ας επιστρέψουμε σε έναν άλλο μεγάλο ποιητή μας κι ας σκεφτούμε πάνω στον λόγο του:
«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ‘ν’ ήμερος να ‘ναι άκακος
λίγο φαΐ, λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση»καταλήγει ο Οδυσσέας Ελύτης στο ποίημά του «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας».
Σας ευχαριστώ.
Κλείνοντας την εκδήλωση ο Γιώργος Κωνσταντινίδης είπε:
Ευχαριστούμε θερμά και τους τρεις εισηγητές γιατί με τις εισηγήσεις τους ανέδειξαν σημαντικές πλευρές του βιβλίου αλλά και του Κέντρου Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης και Ανάδειξης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ορεινών Χωριών που βρίσκεται πίσω από το βιβλίο. Μας βοήθησαν να κατανοήσουμε περισσότερο τον τρόπο οργάνωσης και ζωής των μικρών ορεινών κοινοτήτων και να σταθούμε στις αρχές και τις αξίες τους που είναι πολύτιμες και σήμερα.
Το όλο έργο δεν στήθηκε από νοσταλγία για το παρελθόν και ούτε ήταν σκοπός μας να ωραιοποιήσουμε αυτό το παρελθόν. Και ούτε βέβαια όλες οι πρακτικές των ανθρώπων τότε, ήταν πάντα οι καλύτερες.
Πολύ περισσότερο δεν αναζητάμε σε αυτές τις κοινωνίες, τις κλειστές και απομονωμένες κοινωνίεςτων ορεινών χωριών, καινοτομίες. Η καινοτομία χρειάζεται επικοινωνία, επαφές, ενημέρωση, χρειάζεται μελέτη και έρευνα, δηλαδή επιστήμη.
Αυτό δεν το είχαμε τις εποχές που παρουσιάζονται στο κέντρο και το βιβλίο. Το έχουμε σήμερα. Έχουμε τους περιβαλλοντολόγους, τους οικονομολόγους και τόσους άλλους, έχουμε τα νέα παιδιά μας με σπουδές σε όλους τους τομείς, που έχουν γνώσεις και συγκροτημένη άποψη και μπορούν να μιλήσουν για το σήμερα και το αύριο. Αρκεί να τους ακούσουμε και να τους εμπιστευτούμε.
Φυσικά δεν θέλουμε να αρκεστούμε σε μια συζήτηση με το βλέμμα στο παρελθόν. Θέλουμε η συζήτηση να επικεντρωθεί στο αύριο, ένα μέλλον που θα περιλαμβάνει και τους ορεινούς μας τόπους. Ένα μέλλον που δικαιούνται να έχουν ενταγμένοι σε μια καλά θεμελιωμένη προοπτική ανάπτυξης της χώρας με κύριους πυλώνες το φυσικό περιβάλλον και την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Σας ευχαριστούμε και πάλι όλους για την παρουσία σας.