Καραγεώργου Βασιλική του Νικ.
Άραγε ο γιατρός πρέπει να λέει την αλήθεια στον ασθενή για την ασθένεια του παρόλο που μπορεί να είναι ανίατη; Κατά τη γνώμη μου ναι, γιατί αρχίζει ο πόλεμος μεταξύ των δύο. Δηλαδή φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Η δίψα για ζωή τον κάνει δυνατό και του ανεβάζει την ψυχολογία που θεραπεύει τη νόσο.
Όταν ο πατέρας μου αρρώστησε, ήρθε στη Αθήνα και μου είπε ότι είχε μεγάλη ατονία στο σώμα του. Γι΄αυτό πήγε μόνος του στον αιματολόγο που εκείνη την εποχή η ειδικότητα αυτή σπάνιζε και λίγοι την ήξεραν. Πηγαίνοντας να πάρω τις εξετάσεις μου έδωσε συγχαρητήρια ο γιατρός και μου είπε ότι ο πατέρας μου ήταν πολύ έξυπνος, αφού διέγνωσε την ασθένειά του από μόνος του. Εμείς όμως δεν του είπαμε την αλήθεια για την ασθένειά του. Έτσι έφυγε για το χωριό χωρίς να ήξερε τι είχε.
Επειδή δεν είχε πειστεί, όταν έφτασε στο Αγρίνιο, πήγε τις εξετάσεις σε κάποιο γιατρό λέγοντας του ότι ο αδερφός του ήταν άρρωστος και αν μπορούσε να δεί τις εξετάσεις και να του πεί τι είχε.Όταν ο γιατρός είδε τις εξετάσεις του είπε την αλήθεια.Όμως ποτέ δεν μας είπε για το περιστατικό με τον γιατρό. Αυτό το μάθαμε από τον αείμνηστο Νικόλαο Καραγεώργο που τυχαία τον συναντησε στο Αγρίνιο.
Παρά το γεγονός ότι οι γιατροί του έδιναν σαράνατα ημέρες ζωής επειδή έπασχε από οξεία λευχαίμια ο πατέρας μου κατάφερε να ζήσει ένα χρόνο με αποτέλεσμα να κάνει ακόμα και τους γιατρούς να απορήσουν. Είχε μεγάλη ψυχική δύναμη και γι’αυτό είμαι πολύ περήφανη.

Tώρα που ήρθε η Άνοιξη αν γυρίσω πίσω στα παιδικά μου χρόνια έχω πάρα πολλά
Θα ήθελα να αναφερθώ στα παιδικά μας χρόνια και να θυμίσω σε όλους μας την ζωή των γονιών μας και ιδιαίτερα των μανάδων μας, όπου κουβαλούσαν το νερό στο σπίτι φορτωμένες την βαρέλα όπως στη φωτογραφία.
Είχαμε, πρωινό ξύπνημα στις τέσσερες και να πάρουμε μαζί μας το δρεπάνι, το τσουβάλι και την τριχιά, ένα κομμάτι χαμποκούκι με πρένζα ή τυρί και να γυρίσουμε όλα τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψουμε κάμποσες χεριές όποιος έφτανε 100 ήταν τυχερός. Μέσα στον ήλιο να λείπει το μισό παπούτσι, και γεμάτοι πληγές στα χέρια και στα πόδια να γυρίσεις το απόγευμα στο σπίτι.
Οι μανάδες μας ως προίκα είχανε αδράχτι και ρόκα, καθώς και ο αργαλειός ήτανε απαραίτητο εργαλείο σε κάθε σπίτι.
Τα πρόβατα και τα γίδια τα κουρεύαμε την Άνοιξη ,παίρναμε το μαλλί το πλένανε το ξαίναμε στα λανάρια και υστέρα το κάνανε τ’ λούπες το βάζανε στην ρόκα και το γνέθανε με το αδράχτι και το σφοντύλι, ακολουθούσε το βάψιμο. Με το πρόβιο μαλλί φτιάχνανε βελέντζες, μπατανίες κλπ. και από το γιδίσιο μαλλί φτιάχνονταν τα τσόλια. Τέλος, ότι παλιό ρούχο είχαμε το χρησιμοποιούσαμε για να φτιαχτούν οι κουρελούδες.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση σαν παιδί ήτανε ότι το Φθινόπωρο οι ειδικές τεχνίτριες όπως ήταν η αείμνηστη Κωστάντω Ντούρου, η θεία μου η Σπυριδούλα Καραγεώργου και άλλες πολλές από το χωριό μας, ιδιάζανε το διασίδι βάζοντας κόκκινο ή άσπρο νήμα, τυλίγοντας στο αντί και από την άλλη άκρη βάζοντας τη σβάρνα, ή την πυροστιά. Μεγάλο μέτρημα στα ζευγάρια και πολύ κόπος για να φτιαχτεί. Έπειτα, τα περνούσαν κλωστή κλωστή στα μ’ τάρια και μετά στο χτένι και όλο το Χειμώνα ειδικά όσες είχαν ανύπαντρες κόρες έφτιαχναν τα σκεπάσματα για να τα δώσουν προίκα, τα οποία τα περισσότερα δεν τα χρησιμοποιούμε σήμερα παρόλο που για να κατασκευαστούν απαιτήθηκε κόπος κα κούραση από ταλαιπωρημένες γυναίκες.